χρυσοποιός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ὁ,
A goldsmith, Luc.Cont.12.
German (Pape)
[Seite 1381] Gold bearbeitend, ὁ χρυσοποιός, der Goldarbeiter, Luc. Char. 12. – Später auch der Goldmacher, Alchymist.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοποιός: ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12.