αἰτέω

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτέω Medium diacritics: αἰτέω Low diacritics: αιτέω Capitals: ΑΙΤΕΩ
Transliteration A: aitéō Transliteration B: aiteō Transliteration C: aiteo Beta Code: ai)te/w

English (LSJ)

(Aeol. αἴτημι Pi.Fr.155, Theoc.28.5), Ion. impf.

   A αἴτεον Hdt.: fut. αἰτήσω: aor. ᾔτησα: pf. ᾔτηκα 1 Ep.Jo.5.15: plpf. ᾐτήκει Arr.An.6.15.5: pf. Pass. ᾔτημαι, etc.:—ask, beg, abs., Od.18.49, A.Supp.341.    2 mostly c. acc. rei, ask for, demand, Il.5.358, Od.17.365, etc.; ὁδὸν αἰ. ask leave to depart, Od.10.17; αἰ. τινί τι to ask something for one, 20.74, Hdt.5.17: c. acc. pers. et rei, ask a person for a thing, Il.22.295, Od.2.387, Hdt.3.1, etc.; δίκας αἰ. τινὰ φόνου to demand satisfaction from one for... Hdt.8.114; αἰ. τι πρός τινος Thgn.556; παρά τινος X.An.1.3.16; τὰ αἰτήματα ἃ τήκαμεν παρ' αὐτοῦ 1 Ep.Jo.5.15.    3 c. acc. pers. et inf., ask one to do, Od.3.173, S.OC1334, Ant.65, etc.; αἰ. παρά τινος δοῦναι Pl.Erx. 398e.    4 c. acc. only, beg of, D.L.6.49.    5 in Logic, postulate, assume, Arist.APr.41b9 (Pass.), Top.163a6, etc.    II Med., ask for one's own use, claim, Λύσανδρον ἄρχοντα Lys.12.59; freq. almost = the Act., and with the same construct., first in Hdt.1.90 (παρ-), 9.34, A.Pr.822, etc.; αἰτεῖσθαί τινα ὅπως . . Antiphol.12 codd.; πάλαισμα μἠποτε λῦσαι θεὸν αἰτοῦμαι S.OT880; freq. abs. in part., αἰτουμένῳ μοι δός A.Ch.480, cf. 2, Th.260, S.Ph.63; αἰτουμένη που τεύξεται Id.Ant.778; αἰτησάμενος ἐχρήσατο Lys.19.27; οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ' αἰτούμενος Men.476; αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος to beg for one, Lys. 14.22.    III Pass., of persons, have a thing begged of one, αἰτηθέντες χρήματα Hdt.8.111, cf. Th.2.97, etc.; αἰτεύμενος Theoc.14.63: c. inf., to be asked to do a thing, Pi.I.8(7).5.    2 of things, to be asked, τὸ αἰτεόμενον Hdt.8.112; ἵπποι ᾐτημένοι borrowed horses, Lys. 24.12.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτέω: πρβλ. αἴτημι: Ἰων., παρατ. αἴτεον, Ἡρόδ.: μέλλ. αἰτήσω: ἀόρ. ᾔτησα: πρκμ. ᾔτηκα, Ἀριστείδ., πρκμ. παθητ. ᾔτημαι, κτλ. 1) ἐπαιτῶ, ἀπαιτῶ, ἀπολ. ἐν Ὀδ. Σ. 49, Αἰσχύλ. Ἱκ. 340. 2) μάλιστα μετ’ αἰτ. πράγματος, ζητῶ τι, ποθῶ, ἀπαιτῶ, Ἰλ. Ε. 358, Ὀδ. Ρ. 365. Ἀττ., ὁδὸν αἰτ., παρακαλῶ ν’ ἀπέλθω (δηλ. αἰτῶ ἄδειαν νά...), Ὀδ. Κ. 17· αἰτ. τινί τι, ζητῶ τι διά τινα, Υ. 74, Ἡρόδ. 5. 17: ― μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ζητῶ τι παρά τινος, Ἰλ. Χ. 295, Ὀδ. Β. 387, Ἡρόδ. 3. 1, καὶ ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. δίκας αἰτ. τινὰ φόνου, ἀπαιτῶ παρά τινος ἱκανοποίησιν διὰ φόνον, Ἡρόδ. 8. 114. Ὡσαύτως αἰτ. τι πρός τινος, Θέογν. 556· παρά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16. 3) μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. ζητῶ τινα νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Γ. 173, Σοφ. Ο. Κ. 13349, Ἀντ. 65, κτλ.· ὡσαύτως αἰτ. παρά τινος δοῦναι, Πλάτ. Ἐρυξ. 398Ε. 4) ἐν τῇ λογικῇ, λαμβάνω τι ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1, 24. 2. Τοπ. 8. 13, 2, κτλ. ΙΙ. Μέσ. ζητῶ τι δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν ἢ σκοπόν, ἀπαιτῶ, Αἰσχύλ. Χο. 480· συχνάκις εἶναι σχεδὸν = τῷ ἐνεργ. καὶ μετὰ τῆς αὐτῆς συντάξεως, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 90., 9. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 822, κτλ. αἰτεῖσθαί τινα ὅπως..., Ἀντιφῶν 112, 41· συχν. ἀπολύτ. κατὰ μετοχήν, αἰτουμένῳ μοι δός, Αἰσχύλ. Χο. 480. πρβλ. 2, Θήβ. 260, Σοφ. Φ. 63· αἰτουμένη που τεύξεται, ὁ αὐτ. Ἀντ. 778· αἰτησάμενος ἐχρήσατο, Λυσ. 154, 24· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ’ αἰτούμενος, Μένανδ. ἐν «Ὑμνίδι» 5· αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος, ζητῶ διά τινα, Λυσ. 141, 35. ΙΙΙ. παθ. ἐπὶ προσώπων, αἰτεῖσθαι ὑπὸ ἄλλου, αἰτηθείς τι, Ἡρόδ. 8. 111, Θουκ. 2. 97· αἰτεύμενος, Θεόκρ. 14. 63: ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι μοῖσαν, παρακαλοῦμαι νά… κτλ., Πινδ. Ι. 8 (7), 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ζητοῦμαι, τὸ αἰτεόμενον, Ἡρόδ. 8. 112· ἵπποι ᾐτημένοι, δεδανεισμένοι, Λυσ. 169, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ᾔτουν, f. αἰτήσω, ao. ᾔτησα, pf. ᾔτηκα;
Pass. f. αἰτηθήσομαι, ao. ᾐτήθην, pf. ᾔτημαι;
demander : τι qch ; τινά τι, τι παρά τινος XÉN qch à qqn ; τινί τι HDT qch pour qqn ; τινα ποιεῖν OD à qqn de faire ; Pass. αἰτούμενός τι à qui l’on demande qch;
Moy. αἰτέομαι-οῦμαι (f. αἰτήσομαι, ao. ᾐτησάμην) demander pour soi : τι qch ; τι παρά τινος qch à qqn ; αἰτουμένῳ μοι δός ESCHL accorde cela à ma prière.
Étymologie: cf. αἴνυμαι.