συγχέω

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχέω Medium diacritics: συγχέω Low diacritics: συγχέω Capitals: ΣΥΓΧΕΩ
Transliteration A: synchéō Transliteration B: syncheō Transliteration C: sygcheo Beta Code: sugxe/w

English (LSJ)

Hom. uses pres. and impf. Act. and 2sg. aor.

   A σύγχεᾰς Il.15.366, but more freq. Ep. aor. συνέχευα, inf. συγχεῦαι, aor. Pass. σύγχῠτο:—aor. Pass. -εχύθην [ῠ], for which -εχέθην is f.l. in Apollod. 1.7.2, Luc.DMar.9.2:—pour together, commingle, confound, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Il.15.364; τὰ διακεκριμένα Pl. Phlb.46e; ἄνω κάτω τὰ πάντα σ. ὁμοῦ E.Ba.349; σ. τὰς ψήφους mix them up, Is.5.18; τὰ σύμβολα D.21.173; τὰς τάξεις Plb.1.40.13; τὰς ὄψεις, of lightning, Poll.1.118:—Pass., ἡνία δέ σφι σύγχυτο Il. 16.471; μεταλλεῖα συγκεχυμένα in confusion, Pl.Lg.678d; τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν Id.Cra. 388b.    2 obliterate, demolish, σ. τοὺς τάφους Hdt.4.127; τὴν ὁδόν Id.7.115; δῶμα E.Ion 615.    3 confuse, blur, τὰ γράμματα Id.IA37 (anap.), cf. Arist.GA721b34 (Pass.), Aud.801b18 (Pass.); συγκεχυμένον μέλαν an indistinct black mark, Id.HA585b34; φωνὴ σ. D.S.1.8; πλαδαρὰ καὶ σ. σάρξ flabby and ill-defined flesh, Theon ap.Gal.6.96; συνεκέχυτο δ' ἔτι τοῦτο was still confused, not yet distinguished, Gal.15.30, cf. 713.    II of the mind, confound, trouble, μή μοι σύγχει θυμόν Il.9.612, cf. 13.808; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο 24.358; συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Hdt.7.142; ὁ βίος δι' ἀπιστίαν συγχυθήσεται Epicur.Sent.Vat.57: with the person as object, ἄνδρα γε συγχεῦαι Od.8.139, cf. Hdt.8.99:—Pass., τί συγχυθεῖσ' ἕστηκας; E.Med.1005; μὴ ἀθυμείτω τις, ἐὰν συγχέηται Gal.15.584.    2 confound, make of none effect, πολὺν κάματον καὶ ὸϊζὺν σύγχεας Ἀργείων Il.15.366, cf. 473; τὴν πάρος σ. χάριν S.Tr. 1229; esp. of contracts, engagements, etc., make of none effect, frustrate, violate, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν Τρῶες Il.4.269, cf. Pl.R.379e, Hp.Jusj., E.Hipp.1063; τὰ πάντων ἀνθρώπων νόμιμα Hdt.7.136, cf. Antipho 4.1.2, SIG45.33 (Halic., v B.C.); τὴν πολιτείαν D.24.91; ἁλίαν Schwyzer 323 D 28 (Delph., iv B.C.); συγκέχυκε νῦν τὴν πίστιν ὁ καθ' ἡμᾶς βίος Men.781, cf. OGI669.18 (Egypt, i A.D.); ξυνουσίαν Luc.Bis Acc.17:—Pass., λέλυται πάντα, συγκέχυται D.25.25.    III πόλεμον σ. stir up a war, Plb.4.10.3, 15.2.4, 28.17.6.

German (Pape)

[Seite 971] (s. χέω), zusammengießen, -schütten, vermengen, verwirren, in Unordnung bringen; ἂψ αὖτις σ υνέχευε ποσὶν καὶ χερσίν, was er gebau't hat, Il. 15, 364, worauf 366 folgt ὥς ῥα σύ, ἤϊε Φοῖβε, πολὺν κάματον σύγχεας Αργείων, nicht bloß den Wall zerstören, sondern allgemein die Mühe vereiteln, wie βίαν καὶ ἰούς, erfolglos machen, ib. 573; τοὺς τάφους, τὴν ὁδόν, Her. 4, 127. 7, Il. 5; μή μοι σύγχει θυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων, Il. 9, 612. 13, 808, wie ἄνδρα Od. 8, 139, niederschlagen, muthlos machen; und so pass., σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, Il. 24, 358; vgl. Her. 7, 142 συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων; auch τί συγχυθεῖσα ἕστηκας; Eur. Med. 1005; in tmesi, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν, Il. 4, 269, brechen, vernichten; vgl. Her. 7, 136; ξυγχέω τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 39; Soph. τὰ δ' ἄλλα συγχεῖ πάνθ' ὁ παγκρατὲς χρόνος, O. C. 615; χάριν, Tr. 1219; νόμιμα πάσης συγχέοντας Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311; δόμους, Hipp. 813, u. oft; τὰς ψήφους, im Ggstz von συναριθμέω, Is. 5, 18; συγκεχύσθαι τὰ δίκαια, Din. 1, 112; καὶ ταράξαι τὴν πόλιν, Plut. Sol. 15; τὰ διακεκριμένα, Plat. Phil. 46 e, wie τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν, Crat. 388 b; οὐ συγκεχυμένα, ἀλλὰ διωρισμένα, Rep. VII, 524 c; συγχεῖ ὅλην τὴν πολιτείαν, Dem. 24, 91; Sp., wie Pol., συγχεῖν τὰς τάξεις καὶ κατασπᾶν 1, 40, 13; aber auch τὸν πόλεμον, bellum conflare, 4, 10, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συγχέω: μέλλ. -χεῶ, εῖς, εῖ (ἴδε ἐν λέξ. χέω)· ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ ἐνεργ. ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ Ἐπικ. ἀορ. συγχέας, ἀλλὰ συνηθέστερον ἔχει τὸν Ἐπικ. τύπον συνέχευα, ἀπαρ. συγχεῦαι· καὶ γ΄ ἑνικ. παθ. ἀορ. μετὰ συγκοπῆς σύγχῠτο· παθ. ἀόρ. -εχύθην [ῠ] καὶ παρὰ μεταγεν. -εχέθην, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 731. Χέω ὁμοῦ, συμμιγνύω, ἀνακατώνω, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Ἰλ. Ο. 364, πρβλ. 366, 373· σ. τὰ διακεκριμένα Πλάτ. Φίληβ. 46Ε· σ. τὰς ψήφους, ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, Ἰσαῖ. 52. 26· τὰ σύμβολα Δημ. 570. 18· τὰς τάξεις Πολύβ. 1. 40, 13· τὰς ὄψεις Πολυδ. Α΄, 118. ― Παθ., ἡνία δέ σφιν σύγχυτο Ἰλ. Π. 471· μεταλλεῖα συγκεχυμένα Πλάτ. Νόμ. 678D τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388B. 2) ὡς τὸ συγχώννυμι, καταστρέφω, ἀφανίζω, κατασκάπτω, σ. τοὺς τάφους Ἡρόδ. 4. 127· τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 7. 115 (πρβλ. Bahr. ἐν τόπῳ)· δῶμα, δόμους, κτλ., Εὐρ. Ἴων 615, κτλ. 3) συγχέω ἄνω κάτω, ἀνακατώνω, τὰ γράμματα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 37· συγκεχυμένον μέλαν, μέλαν σημεῖον ἀμαυρόν, ἀσαφές, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6, ἴδε ἐν λέξ. ἀμυδρός· φωνὴ σ. Διόδ. 1. 8· ― οὕτως ἐπὶ ὕφους, Ρήτορες. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νοῦ, φέρω εἰς σύγχυσιν, ταράττω, μή μοι σύγχει θυμὸν Ἰλ. Ι. 612, πρβλ. Ν. 808· σὺν τῷ γέροντι νόος χύτο Ω. 358· συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Ἡρόδ. 7. 142· ὡσαύτως μετὰ τοῦ προσώπου ὡς ἀντικειμένου, ἄνδρα γε συγχεῦαι Ὀδ. Θ. 139, πρβλ. Ἡρόδ. 99. ― Παθ., τί συγχυθεῖσ’ ἕστηκας Εὐρ. Μήδ. 1005. 2) συγχέω, κάμνω ἀνωφελές, ματαιώνω, πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν συγχέας Ἀργείων Ἰλ. Ο. 366, πρβλ. 473 τὴν πάρος συγ. χάριν Σοφ. Τρ. 1229· μάλιστα ἐπὶ συμβολαίων συμφωνιῶν καὶ τῶν τοιούτων, ματαιώνω, παραβιάζω, ἐπεὶ σύν γ’ ὅρκι’ ἔχευαν Τρῶες Ἰλ. Δ. 269, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 379Ε, Ἱππ. Ὅρκ., Εὐρ. Ἱππ. 1063· τὰ πάντα ἀνθρώπων νόμιμα Ἡρόδ. 7. 136, πρβλ. Ἀντιφῶνα 125. 26 ἄνω κάτω τὰ πάντα σ. ὁμοῦ Εὐρ. Βάκχ. 349· τὴν πολιτείαν Δημ. 729. 14· συγκέχυκε νῦν τὴν πίστιν ὁ καθ’ ἡμᾶς βίος Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 286· συνουσίαν Λουκ. Δὶς Κατηγορ. 17. ― Παθ., λέλυται πάντα, συγκέχυται, Δημ. 777. 10. ΙΙΙ. πόλεμον συγχ., διεγείρω πόλεμον, Λατ. conflare bellum, Πολύβ. 4. 10, 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

verser ensemble, d’où
1 bouleverser, brouiller, confondre, acc. : ἡνία δέ σφιν σύγχυτο IL les rênes s’étaient embrouillées, enchevêtrées ; σ. τὰ γράμματα EUR effacer les lettres ; fig. συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων HDT les pensées de ceux qui disaient…, étaient confuses, se contredisaient ; σ. θυμόν IL troubler l’esprit ou le courage de qqn, le rendre hésitant, indécis ; avec un rég. de pers. : σ. τινα troubler qqn;
2 bouleverser, renverser, ruiner : σ. ἄστυ PLUT convertir une ville en un monceau de décombres ; σ. ὁδόν HDT rendre une route impraticable ; fig. ὅρκια IL, ὅρκους EUR violer des serments ; τὰ νόμιμα HDT bouleverser, violer les lois ; συγχεῖ πάνθ’ ὁ χρόνος SOPH le temps bouleverse tout;
3 rendre vain, faire échouer (le travail, les efforts, etc.).
Étymologie: σύν, χέω.