εἰλύω
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
Arat.432: fut. εἰλύσω [ῡ] Il.21.319:—Med., part. εἰλῡόμενος, impf. εἰλῡόμην, S.Ph.702 (lyr.), 291:—Pass., pf. εἴλῡμαι, Ep. 3pl. εἰλύαται, plpf. εἴλῡτο, Il.5.186, Od.20.352, Il.16.640. [ῡ always in Hom. exc. in εἰλῠᾰται, also in S.; ῠ in Metag. (v. infr.), and late Ep., Arat.432, Nic.Al.18 (but
A εἰλῡμένα Th.754).]:—enfold, enwrap, Act. once in Hom., κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il.21.319; ὀλίγη δέ μιν εἰλύει ἀχλύς Arat. l. c.:—Pass., to be wrapped, covered, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους Il.17.492; εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ 18.522; νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους 5.186; αἵματι καὶ κονίῃσιν εἴλῡτο 16.640; εἴλυτο δὲ πάνθ' ἁλὸς ἄχνῃ Od.5.403; νυκτὶ μὲν ὑμέων εἰλύαται κεφαλαί 20.352, cf. Il.12.286. II Pass., after Hom., = ἰλυσπάομαι, crawl, wriggle along, of a lame man, εἰλῡόμην δύστηνον ἐξέλκων πόδα S.Ph.291; εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς . . τιθήνας ib.702; of a shoal of fish, Metag. 6.4. 2 in Theoc.25.246 εἰλυθείς is used like ἐλυσθείς in Hom., rolled up, crouching; but εἰλυμένος is part. of ἐλύω (q. v.) in A.R. 3.296.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλύω: Ἄρατ. 432· μέλλ. εἰλύσω ῡ Ἰλ.: - Μέσ., μετοχ. εἰλῡόμενος, παρατ. εἰλῡόμην Σοφ. - Παθ., πρκμ. εἴλῡμαι, Ἐπ. γ΄ πληθ. εἰλύαται, ὑπερσυντέλ. εἴλῡτο, ἅπαντα παρ’ Ὁμ. ῡ ἀείποτε παρ’ Ὁμ., πλὴν ἐν τῷ εἰλῠᾰται, ὡσαύτως δὲ παρὰ Σοφ.· ῠ παρὰ Μεταγέν. ἔνθα κατωτ. καὶ μεταγεν. Ἐπ., Ἄρατ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε εἴλω ἐν τέλ.) Τυλίσσω, περιτυλίσσω, περιβάλλω, περικαλύπτω, κατακρύπτω, ἐνεργ. μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι (καὶ τοῦτο δυνατὸν νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὸ σύνθετον κατειλύω) Ἰλ. Φ. 319· ὀλίγη δέ μιν εἰλύει ἀχλὺς Ἄρατ. 432: - Παθ., περιβάλλομαι, περικαλύπτομαι, τὼ δ’ ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω ὤμους Ἰλ. Ρ. 492· εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ Σ. 522· νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους Ε. 186· αἵματι καὶ κονίαις εἴλῡτο Π. 640· εἴλυτο δὲ πάνθ’ ἁλὸς ἄχνῃ Ε. 403· νυκτὶ μὲν ὑμέων εἰλύαται κεφαλαὶ Υ. 352, πρβλ. Ἰλ. Μ. 286. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως μεθ’ Ὅμηρον, = ἰλυσπάομαι, λυγίζομαι, κινοῦμαι ἢ περιπατῶ λυγιζόμενος ὡς σκώληξ, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, εἰλῡόμην δύστηνος ἐξέλκων πόδα Σοφ. Φ. 291· εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς... τιθήνας αὐτόθι 702· ἐπὶ ἀγέλης ἰχθύων, Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 4. 2) ἐν Θεοκρ. 25. 246 τὸ εἰλυσθεὶς (εἰληθεὶς Ziegl.) κεῖται ὡς τὸ ἐλυσθεὶς παρ’ Ὁμ., συσταλείς, «συμμαζευθείς». - Ὁ Βουττμ. ἐν λεξιλόγῳ ποιεῖται διάκρισιν μεταξὺ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως τοῦ εἰλύω καὶ τοῦ ἐλύω, ὅπερ αὐτὸς ἑρμηνεύει ὠθῶ. Παρὰ μεταγ. ὅμως ποιηταῖς οὐδεμία τοιαύτη διάκρισις παρατηρεῖται.
French (Bailly abrégé)
f. εἰλύσω, aο. et pf. inus;
Pass. aο. εἰλύθην, pf. εἴλυμαι, pqp. εἰλύμην;
I. traîner en décrivant des circuits ; Pass. se traîner en rampant;
II. enrouler, envelopper ; couvrir tout autour, acc. ; Pass. être enveloppé de, τινι ; avec double rég. βοέῃσ’ εἰλυμένω ὤμους IL ayant tous deux les épaules couvertes de peaux de bœuf ; νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους IL ayant les épaules enveloppées d’une nuée.
Étymologie: R. ϜελϜ, cf. εἴλλω.