ἔνι
From LSJ
English (LSJ)
for ἔνεστι, ἔνεισι, ἐνέσται;
A v. ἔνειμι.
German (Pape)
[Seite 843] = ἔνεστι, es ist darin, in denselben Vrbdgn; ὅσ' ἐμῷ ἔνι κήδεα θυμῷ Il. 18, 53; ἔνι τοι φρένες οὐδ' ἠβαιαί Od. 21, 288; Tragg., Ar. u. in Prosa, ἴσως ἔνι καὶ ἐν ὑμῖν παῖς Plat. Phaed. 77 e; ἐν τοῖς παθήμασιν οὐκ ἔνι ἐπιστήμη Theaet. 186 d; – es ist erlaubt, es geht an, bes. beim superl., ὡς ἔνι ἥδιστα Xen. Hem. 4, 5, 9; Dem. 2, 4. 4, 23, u. sonst bei Attikern oft, auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνι: ἀντὶ ἔνεστι, ἴδε ἔνειμι Ι, ἐνταῦθα IV: - εἶναι δυνατόν, ἴδε ἔνειμι ΙΙ. 2) = ἐστὶ Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΖ΄, 2), Παύλ. Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α΄, ϛ΄, 5, π. Γαλ. γ΄, 38, π. Κολ. γ΄, 11, κτλ., Ἐπιφάν. Ι. 948Β, Σύνοδ. Ἐφέσ. 977Β, Χαλκ. 1508C, Kωνστ. (536), 1153Α. κτλ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
c. ἔνεστι, v. ἔνειμι.