ποινή

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινή Medium diacritics: ποινή Low diacritics: ποινή Capitals: ΠΟΙΝΗ
Transliteration A: poinḗ Transliteration B: poinē Transliteration C: poini Beta Code: poinh/

English (LSJ)

ἡ,

   A bloodmoney, were-gild, fine paid by the slayer to the kinsmen of the slain, c. gen. pers., ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε π. δηρὸν ἄτιτος ἔῃ Il.14.483; π. δ' οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος 13.659, cf. 9.633; ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου 18.498.    2 generally, price paid, satisfaction, requital, penalty, Κύκλωψ ἀπετείσατο π. ἰφθίμων ἑτάρων Od.23.312; δυώδεκα λέξατο κούρους, π. Πατρόκλοιο Il.21.28; πολέων δ' ἀπετίνυτο ποινήν 16.398; υἷος π. Γανυμήδεος 5.266; τοῖς ἔνι π., ἔστ' ἐπὶ καὶ τῷ π., Hes.Op.749,755; τῶν ποινήν in return for these things, Il. 17.207; so also ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι accept satisfaction for A.'s life, Hdt.2.134; ποινὴν τείσειν Ξέρξῃ τῶν κηρύκων τῶν ἀπολομένων give Xerxes satisfaction for the death of the heralds, Id.7.134, cf. A.Eu.543 (lyr.), S.El.564 (pl.), Antipho 2.4.11; ποινῆς εἵνεκα by way of penalty, Epigr.Gr.356.3 (Hadriani): freq. in pl., A.Pr.270, Eu. 464, etc.; ποινὰς τεῖσαι to pay penalties, Pi.O.2.58; τίνειν A.Pr.112, X. Cyr.6.1.11; δοῦναι E.IT446 (lyr.); π. λαμβάνειν exact them, Id.Tr. 360; τᾶς ὕβριος IG42(1).122.98 (Epid.).—Rare in Prose, δίκη being the usual word.    3 in good sense, recompense, reward for a thing, τεθρίππων, καμάτων, Pi.P.1.59, N.1.70; εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινάς A. Supp.626 (anap.); ποινὴν εὐσεβίης IG14.1437.    4 redemption, release, π. τίς ἔσται πρὸς θεῶν; Pi.P.4.63.    II personified, the goddess of vengeance, μᾶτερ, ἅ μ' ἔτικτες . . ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσι ποινάν A. Eu.323 (lyr.), cf. E.IT200 (lyr.): pl., Aeschin.1.190, Plb.23.10.2, etc.    III Astrol., name of a κλῆρος, S.E.M.5.15; also of the sixth τόπος, Paul.Al.M.1. (I.-E. q[uglide]oi-nā, cf. Avest. kaēnā- 'punishment', 'vengeance', Lith. kaina, Slav. cèna 'price', cogn. with τίνω, τεῖ-σαι.)

German (Pape)

[Seite 651] ἡ (vgl. Pein, poena, nach der gew. Ableitung von φεν, φόνος), eigtl. Lösegeld für eine Blutschuld, womit man den Verwandten des Erschlagenen den Mord sühnt od. sich von sonst einem Verbrechen u. der dafür zu fürchtenden Rache loskauft, Rache wegen eines Getödteten, die ursprünglich in Gegenmord besteht, Blutrache; od. wegen einer andern Schuld; übh. Sühne, Ersatz, Genugthuung; c. gen. der Person, Τρωῒ Σεὺς δῶχ' υἷος ποινήν, Il. 5, 266, für den geraubten Ganymedes; ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου, Il. 18, 498; τίς τε κασιγνήτοιο φονῆος ποινὴν ἢ οὗ παιδὸς ἐδέξατο τεθνηῶτος, 9, 633, es nimmt Einer auch für den erschlagenen Bruder od. Sohn das Blut- od. Lösegeld (u. steht von dem durch die Blutrache geforderten Tode des Mörders ab); so auch ποινὴ δ' οὔτις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος, 13, 659, vgl. 14, 483. 16, 398. 17, 207, u. sonst; io nimmt Achilles 12 Jünglinge, ποινὴν Πατρόκλοιο θανόντος, 21, 28, um sie zu tödten; Κύκλωψ ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων, Od. 23, 312; Hes. O. 371. 377, ποινὰς ἔτισαν, Pind. Ol. 2, 64; δυσθρόου φωνᾶς ποινά τις πρὸς θεῶν, P. 4, 63, wo es »Befreiung« übersetzt werden kann; oft Tragg.; Soph. El. 554; ποινὰς δοὺς ἀντιπάλους, Eur. I. T. 446; Troad. 360; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω, Aesch. Prom. 112; ποινὰ γὰρ ἐπέσται, Eum. 514; κακαῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' ἐξημείψατο, Prom. 223, u. öfter; vgl. Eum. 236; auch in gutem Sinne, Belohnung, λέξωμεν ἐπ' Ἀργείοις εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινάς, 621, wie Pind. κελαδῆσαι ποινὰν τεθρίππων, P. 1, 58; ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον, N. 1, 70. – In Prosa : ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς, Buße nehmen für das Leben des Aesop, seinen Tod rächen, Her. 2, 134; ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, die Sühne für den Mord der Herolde entrichten, 7, 134; selten im Attischen, τίνων ποινὰς ὧν ὑμᾶς ἐπεχείρησεν ἀδικεῖν Xen. Cyr. 6, 1, 11, ἡ ποινὴ τῆς ἁμαρτίας εἰς ἡμᾶς ἀναχωρεῖ Antiph. 2 α 3; einzeln bei Sp., wie Plut. u. Luc. – Personificirt sind αἱ Ποιναί die Racheod. Strafgöttinnen, die wie die Erinnys und Dike begangene Frevel bestrafen.

Greek (Liddell-Scott)

ποινή: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) κυρίως, χρηματικὴ ἱκανοποίησις χυθέντος αἵματος, τὸ πρόστιμον τὸ πληρωνόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τοὺς συγγενεῖς τοῦ φονευθέντος, ὅπερ ἀπήλλαττεν αὐτὸν παντὸς διωγμοῦ, (πρβλ. τὸ ἀρχαῖον Ἀγγλ. were-gild) τὴν αὐτὴν ἔχον σημασ.)˙ μετὰ γεν. προσ., δῶχ’ υἷος ποινήν, ἔδωκεν ἀντέκτισιν, δωρεάν, Ἰλ. Ε. 266˙ ἵνα μή τι κασιγνητοιό γε π. δηρὸν ἄτιτος ἔῃ Ξ. 483˙ ποινὴ δ’ οὔτις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος Ν. 659, πρβλ. Ι. 633˙ ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου Σ. 498˙ ― καθόλου χρήματα πρὸς ἱκανοποίησιν διδόμενα, ἱκανοποίησις, ἀνταπόδοσις, τιμωρία, Λατ. poena, Κύκλωψ ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων Ὀδ. Ψ. 312˙ δυώδεκα λέξατο κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο Ἰλ. Φ. 28˙ πολέων δ’ ἀπετίνυτο ποινήν Π. 398, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747, 753˙ τῶν ποινήν, ὡς ἀνταπόδοσιν διὰ ταῦτα, Ἰλ. Ρ. 207˙ ― οὕτω καὶ ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς, λαβεῖν ἐκδίκησιν διὰ τὴν ψυχὴν τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 7. 134˙ ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, νὰ δώσωσιν εἰς τὸν Ξέρξην ἰκανοποίησιν διὰ τὸν θάνατον τῶν κηρύκων του, ὁ αὐτ. 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 543, Σοφ. Ἠλ. 564, Ἀντιφῶν 120. 25˙ ποινῆς εἵνεκα, ὡς τιμωρίαν, χάριν τιμωρίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3797d˙ ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ πληθ. εἶναι συνηθέστερος, Αἰσχύλ. Πρ. 268, Εὐμ. 464, κτλ.˙ ποινὰς τίνειν, τῖσαι, δοῦναι, δοῦναι δίκην, Πινδ. Ο, 2. 106, Αἰσχύλ. Πρ. 112, Εὐρ. Ι. Τ. 446, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 11˙ λαμβάνειν, δίκην λαμβάνειν, Εὐρ. Τρῳ. 360˙ πρβλ. ἄποινα. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἀνθ’ οὗ ἡ συνήθης λέξις εἶναι δίκη. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀμοιβὴ διά τι πρᾶγμα, τινος Πινδ. Π. 1. 113, Ν. 1˙ 108 εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινὰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 626˙ ποινὴν εὐσεβίης Συλλ. Ἐπιγρ. 6281. 3) ὡς ἀποτέλεσμα τῶν λύτρων, ἀπολύτρωσις, ἄφεσις, Πινδ. Π. 4. 112. ΙΙ. προσωποποιεῖται ὡς θεότης τῆς ἐκδικήσεως κατέχουσα τὴν αὐτὴν τάξιν μετὰ τῆς Δίκης καὶ Ἐρινύος˙ μᾶτερ, ἅ μ’ ἔτικτες... ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσι ποινὰν Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 199, Αἰσχίν. 27. 7˙ ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 24. 8, 3, κτλ. (Πρβλ. ἄποινα Λατ. p ena, penitet, punio˙ ― ὁ Pott ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √pû (purum facere), ὅθεν pă-tare (καθαρίζειν ἐντελῶς Varro καὶ Cato), am-pu-tare (ἀποκόπτω τὰ περιττὰ ἢ ἐπιβλαβῆ, κλαδεύω), pū-rus˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 373. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποινή˙ ἀντέκτισιςὑπὲρ φόνου διδομένη, καὶ ἡ δωρεά, καὶ τὰ διδόμενα χρήματα ὑπέρ τινος ἀνῃρημένου τοῖς αὐτοῦ οἰκείοις».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. propr. expiation d’un meurtre, d’où
1 argent qu’on paie aux parents de la victime, prix du sang, rançon : εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένοιο IL à cause du prix du sang ou de l’expiation pour l’homme tué ; δυώδεκα λέξατο κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο IL il choisit douze jeunes garçons en expiation du meurtre de Patrocle ; πολέων ἀπετίνυτο ποινήν IL il vengea le meurtre de beaucoup;
2 expiation en gén., satisfaction, réparation ; châtiment : ἀπετίσατο ποινὴν ἑτάρων OD il lui fit payer l’expiation, càd il le châtia pour le meurtre de ses compagnons ; ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς HDT se faire donner satisfaction pour la vie ravie à Ésope, càd venger la mort d’Ésope ; au pl. ποινὰς δοῦναι EUR payer, fournir une expiation, être puni ; ἡ Ποινή, αἱ Ποιναί, le Châtiment personnifié, càd la déesse de la vengeance ou du châtiment;
II. en b. part compensation, dédommagement, récompense.
Étymologie: R. Που, purifier ; cf. ἄποινα, lat. poena, punio ; cf. purus.