σιωπή
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
rarely σωπή (q.v.), ἡ,
A silence, S.OT1075, Fr.928, E.Hipp.911; σ. ὑπεσημάνθη Th.6.32; σ. ποιεῖν, ποιεῖσθαι, X.HG6.3.10, Isoc.12.234; ἦν σ. there was a hush or calm, S.OC1623, Aeschin.2.35: pl., τῶν ἀπειράτων ἄγνωστοι σ. inglorious silence is their lot who make no venture, Pi.I.4(3).30 (48). 2 the habit of silence, ἐκ τῆς σ. τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν θηρᾶσθαι D.61.21, cf. Plu.2.39b, etc. II dat. σιωπῇ as Adv., in silence, the only case used by Hom., ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Il.3.95, etc.; σ. ἧσο 4.412; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σ. made a sign without speaking, 9.620; σ. πίνειν Od.1.339; σ. πάσχειν ἄλγεα 13.309, cf. Pi.P.4.57; στῆναι, πορεύεσθαι, καθῆσθαι σ., E.HF930, X.Cyr.5.3.43, D.48.31; secretly, Il.14.310; σιωπῇ τοῦτ' ἀκύρωτον μένει E.Ion801, cf. Ar.Eq. 1212.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, Schweigen, Stillschweigen; oft bei Hom., der aber allein den dat. σιωπῇ als adv. braucht, schweigend, bes. πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Il. 3, 95 u. oft; μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ, 6, 404; σιωπῇ πάσχειν ἄλγεα, Od. 13, 309; Pind. P. 4, 57; u. im plur., I. 3, 48; Soph. O. R. 1075 O. C. 1619; Eur. oft, z. B. ἔστη σιωπῇ Herc. F. 930; u. in Prosa: σιωπῇ πορεύεσθαι, Xen. Cyr. 5, 3, 43; σιωπὲν ποιεῖν, Hell. 6, 3, 10; Folgde; σιωπ ῇ ἐκαθήμην, Dem. 48, 31. – In der böotischen Inschrift bei Böckh Staatshh. II p. 399 steht καὶ πολέμῳ καὶ κατὰ σιωπάς neben einander, in Ruhe, in Frieden.
Greek (Liddell-Scott)
σιωπή: ἡ, σιγή, Σοφ. Ο. Τ. 1075, Ἀποσπ. 667, Εὐρ. Ἱππ. 911· σιωπὴ ὑπεσημάνθη Θουκ. 6. 32· σιωπὴν ποιεῖν, ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 10, Ἰσοκρ. 281D· ἦν σ., ὑπῆρχε μεγάλη ἡσυχία, γαλήνη, Σοφ. Ο. Τ. 1623, πρβλ. Αἰσχίν. 33. 3· - ἐν τῷ πληθ., τῶν ἀπειράτων ἄγνωστοι σιωπαί, ἄδοξος σιωπὴ εἶναι ἡ μερὶς τῶν μὴ δοκιμαζόντων, μὴ ἀποτολμώντων, Πινδ. Ι. 4. 51 (3. 48). 2) ἡ ἕξις, ἡ συνήθεια τῆς σιωπῆς, ἐκ τῆς σ. τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν θηρᾶσθαι Δημ. 1407. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 39Β, κτλ. ΙΙ. δοτ. σιωπῇ ὡς ἐπίρρ., ἐν σιωπῇ εἶναι δὲ αὕτη ἡ μόνη πτῶσις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. (πρβλ. σιγὴ ΙΙ), ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Ἰλ. Γ. 95, κτλ.· σ. ἦσο Δ. 412· ἐπ’ ὀφύσι νεῦσε σ., ἔκαμε νεῦμα χωρὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Ι. 620· σ. πίνειν Ὀδ. Α. 339· σ. ἄλγεα πάσχειν Ν. 309· οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 4. 100, καὶ Ἀττ.· στῆναι, πορεύεσθαι, καθῆσθαι σ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 930, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43, Δημ. 1176. 2· - μυστικῶς, Ἰλ. Ξ. 310· σιωπῇ τοῦτ’ ἀκύρυκτον μένει Εὐρ. Ἴων 801, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1212.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 silence : σιωπὴν ποιεῖν ISOCR, ποιεῖσθαι XÉN faire faire silence ; adv. • σιωπῇ en silence, en secret, clandestinement;
2 p. ext. habitude du silence.
Étymologie: DELG apparenté à σιγή, et tout repose en définitive sur une onomatopée.