νειός
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, also νεός X. (v. infr.), SIG963.8 (Amorgos, iv B.C.),
A fallow-land, νειοῖο βαθείης Il.10.353; ν. τρίπολος a thrice-ploughed fallow, 18.541, Od.5.127, Hes.Th.971, cf. Call.Dian.175, etc.; μὴ καρπίζεσθαι τὴν γῆν ἀλλὰ νειὸν ποιεῖν rejuvenate it, Thphr.CP4.8.1, cf. 4.8.3, HP8.7.2; νειὸν ἄρουραν Hes.Op.463; of a mare, ἕνα ἐνιαυτὸν . . ἀνάγκη διαλείπειν καὶ ποιεῖν ὥσπερ νειόν Arist.HA577a2. 2 ploughing and sowing of land to reinvigorate it, νειὸς ἀμείνων ἡ χειμέριος τῆς ἐαρινῆς Thphr.HP8.6.3; ἡ ἀρίστη νειὸς ἀπὸ τῶν κυάμων prob. cj. ib.8.7.2; εἰς νειὸν ἀροῦν Gp.3.6.7, 3.11.8; τῷ σπόρῳ νεὸν δεῖ ὑπεργάζεσθαι X.Oec.16.10, cf. SIGl. c.:—also νέα, ἡ, Thphr.CP3.20.7, IG 22.334.17; also παρασκάψει τὴν γῆν νειάν SIG963.46. (Cf. OSlav. njiva 'field'.)
German (Pape)
[Seite 237] ἡ, eigtl. ion. = νέος, sc. γῆ, wie auch Hes. sagt νειὸν ἄρουραν σπείρειν, O. 465, die Brache, das Land, welches eine Weile unbenutzt gelegen hat u. neu aufgebrochen, frisch gepflügt wird, novale, νειὸν μαλακὴν τρίπολον, Il. 18, 541, weiches, dreimal gepflügtes Brachland; βαθεῖα, 10, 353. 18, 547 u. öfter; Hes. Th. 971; auch Theophr.; D. Hal. 10, 17 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νειός: ἡ, Λατ. novale, νέα γῆ, δηλ. χωράφιον ἐκ νέου ἀροθὲν ἀφ’ οὗ ἔμεινεν ἐπὶ χρόνον τινὰ ἀγεώργητον, «νειάμα», νειοῖο βαθείης Ἰλ. Κ. 353· νειὸς τρίπολος, τρὶς ἀροθεὶς νειός, τρεῖς φορὰς ἀροτριασθὲν «νειάμα», Σ. 541, Ὀδ. Ε. 127, Ἡσ. Θ. 971, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 2· ὡσαύτως νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν, «σπεῖρε δὲ τὴν νεαθεῖσαν γῆν καὶ ἔτι κούφην οὖσαν καὶ μὴ συμπιληθεῖσαν καὶ στερεωθεῖσαν, ἀλλὰ σπογγώδη» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461· ― ἐπὶ θηλείας ἵππου, ἕνα ἐνιαυτόν... ἀνάγκη διαλείπειν καὶ ποιεῖν ὥσπερ νειὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 16· ― παρ’ Ἀττ. καὶ νεός, ἡ, Ξεν. Οἰκ. 16, 10, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7 (κοινῶς νέαις), 4. 8, 3 (κοινῶς τοὺς νέους)· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νειός· κυρίως μὲν ἡ νεωστὶ μεταβεβλημένη γῆ, τουτέστιν ἠροτριαμένη· νέα γὰρ φαίνεται» κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. f.
renouvelé, particul. nouvellement façonné ou labouré ; ἡ νειός (γῆ) terre nouvellement labourée en jachère.
Étymologie: νέος.
Par. νεατός.