ὄνειρον
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
A v. ὄνειρος.
German (Pape)
[Seite 346] τό, = ὄνειρος; Od. 4, 181; bei Her. die gew. Form; Aesch. τοὔνειρον εἶναι τοῦτ' ἐμοὶ τελεσφόρον, Ch. 534, vgl. 543 (s. ὄνειρος u. ὄνειραρ) auch bei Soph. ist es nirgends nöthig die Form des masc. anzunebmen, τοὔνειρον aber steht El. 1382; ποῖ' ὄνειρα Eur. Herc. F. 518.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνειρον: ἴδε ἐν λ. ὄνειρος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. ὄνειρος.