μήτε
English (LSJ)
A and not, mostly doubled, μήτε . . μήτε . . neither . . nor... Hom., etc.; μήτε... μήτ' οὖν . . A.Ag.358 (anap.), 472 (lyr.); μηδέ τῳ ἐκφάσθαι, μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν Od.13.308; μήτε... μηδέ, v. μηδέ; μήτε... τε . . both not... and... Il.13.230, Hdt.1.63, E.Heracl. 454, Lys.12.72; also μήτε... δέ . . S.OC421, Pl.Lg.627e; μή... μήτε . . S.OC496 codd., E.IA978 codd. 2 μήτε is perh. sts. omitted in the former of two clauses, ἑκόντα μήτ' ἄκοντα S.Ph.771 (v. l.), cf. Ant.267.
German (Pape)
[Seite 178] und nicht, gew. μήτε – μήτε, weder – noch, wie οὔτε Unterabtheilungen eines verneinenden Satzes bildend, in allen den Fällen. in welchen μή steht; μηδέ τῳ ἐκφάσθαι μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν, Od. 13, 308, öfter, wie bei den Folgdn überall; auch mehrere Male wiederholt, μήτ' εἰσδέχεσθαι μήτε προσφωνεῖν τινα μήτ' ἐν θεῶν εὐχαῖσι μήτε θύμασι κοινὸν ποιεῖσθαι, μήτε χέρνιβας νέμειν, Soph. O. R. 238 ff.; auch οὔτε – μήτε, οὔτ' ἂν δυναίμην μήτ' ἐπισταίμην λέγειν, Ant. 682. – Auch tritt statt des zweiten μήτε ein einfaches τε ein, wodurch ein größerer Nachdruck auf diesen affirmirenden Satztheil fällt, τῷ νῦν μήτ' ἀπόληγε κέλευέ τε φωτὶ ἑκάστῳ, so viel wie »höre nicht auf, sondern ermahne einen jeden«, Il. 13, 230; χρῆν γάρ σε μήτ' αὐτόν ποτ' ἐς Τροίαν μολεῖν ἡμᾶς τ' ἀπείργειν, Soph. Phil. 1347, vgl. Trach. 579; Aesch. Eum. 821; Plat. Rep. V, 469 c; Xen. An. 2, 2, 8 u. sonst nicht selten; wovon sich die Fälle unterscheiden, wo μήτε nur einmal steht u. bei dem andern Satzgliede zu ergänzen ist, ἐφίεμαι ἑκόντα μήτ' ἄκοντα, Soph. Phil. 760; vgl. O. C. 1557; anakoluthisch folgt auch δέ, 422. Vgl. μηδέ.
Greek (Liddell-Scott)
μήτε: κατὰ τὸ πλεῖστον διπλοῦν, μήτε... μήτε..., συχνὸν παρ’ Ὁμ. κτλ.· μήτε..., μήτ’ οὖν... Αἰσχύλ. Ἀγ. 358, 472· - ἀλλ’ ἐνίοτε, μηδέ..., μήτε, Ὀδ. Ν. 308, κτλ.· μήτε..., μηδέ, ἴδε ἐν λέξ. μηδέ· μήτε..., τε..., Ἰλ. Ν. 230, Ἡρόδ. 1. 63, Εὐρ. Ἡρακλ. 454· (ὡσαύτως, κατ’ ἀνακόλουθον, μήτε..., δέ..., Σοφ. Ο. Κ. 423, Πλάτ. Νόμ. 627Ε)· μή..., μήτε..., Σοφ. Ο. Κ. 496, Εὐρ. Ι. Α. 978. 2) μήτε, ἐνίοτε παραλείπεται ἐν τῇ πρώτῃ τῶν δύο προτάσεων, ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα Σοφ. Φ. 771, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 373 (ἔνθα ὁ Πόρσ. μήτε)· πρβλ. οὔτε II. 5. δ.
French (Bailly abrégé)
adv.
ni, correspond à μή, comme οὔτε à οὐ.
Étymologie: μή, τε.
English (Autenrieth)
(μή τε): regularly correlative, μήτε.. μήτε, neither.. nor, (not) either.. or, dividing a single neg. statement. μήτε.. τε, Il. 13.230. For the difference between μήτε and οὔτε, see μή.