συνεργός

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργός Medium diacritics: συνεργός Low diacritics: συνεργός Capitals: ΣΥΝΕΡΓΟΣ
Transliteration A: synergós Transliteration B: synergos Transliteration C: synergos Beta Code: sunergo/s

English (LSJ)

όν,

   A working together, joining or helping in work, and as Subst., ὁ, ἡ, helper, E.Or.1446 (lyr.), Med.396, Pl.Chrm.173d, IPE 12.352.37 (Chersonesus, ii B.C.); in bad sense, accomplice, Th.8.92, PFay.12.10 (ii B.C.), BGU1761.8 (i B.C., pl.): c. dat. pers., E.Hipp. 523, Th.3.63, X.Cyr.8.4.17, Pl.Smp.180e, Men.Epit.83; so metaph., σ. πλοῦτος . . κακίᾳ Teles p.46 H.; distd. from συναίτιον, Gal. 19.393: rarely c. gen. pers., ἡμῶν τι σ. (unless ἡμῶν is partit.) Epicur.Nat.98 G.; θεοῦ 1 Ep.Cor.3.9: c. gen. rei, taking part in a thing, σ. τείχεος helping to make it, Pi.O.8.32; σ. τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75; ξ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς, helping towards them, E.Hipp.676, Med.845 (both lyr.); σ. τινί τινος helping a person in a thing, θρήνων ἐμοὶ (prob. for θρήνοις ἐμῶν) ξ. Id.Hel.1112 (lyr.), cf. X.An.1.9.21; σ. εἴς τι Id.Mem.4.3.10, Smp.8.38, Ep.Col.4.11; πρός τι X.Mem.4.3.7; πρὸς κακωδίαν Thphr.Sud.8; πρὸς τὴν τῆς πόλεως σωτηρίαν Zeno Stoic.1.61; ἐν μάχαις Ar.Eq.588 (lyr.): c. inf., σ. τῷ παιδὶ μὴ 'κπεσεῖν E.Ion48.    2 Astrol., in co-operation, of planetary influence, Vett.Val.55.15; distd. from ὑπουργός, Serapio in Cat.Cod. Astr.8(4).226.    II person of the same trade as another, fellowworkman, colleague, c. gen. pers., D.19.144, cf. IG12.374.87, PCair.Zen.758.8 (iii B.C.), Plu.Per.31:—in this sense some write σύνεργος, Ammon.Diff.p.126 V., Thom.Mag.p.339 R.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργός: -όν, ὁ ὁμοῦ ἐργαζόμενος, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐργαζόμενος ἢ βοηθῶν εἰς τὸ ἔργον, καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ, ἡ, ὁ βοηθὸς εἴς τι ἔργον, συνεργάτης συμβοηθός, Εὐρ. Ὀρ. 1446, Μήδ. 395, Θουκ. 8. 92, Πλάτ., κλπ.· μετὰ δοτικ. προσώπ., Εὐρ. Ἱππ. 523, Θουκ. 3. 63, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 17, κτλ.· συνεργὸς θρήνοις ἐμοῖς, σὺν ἐμοὶ θρηνῶν, Εὐρ. Ἑλ. 1112· σπανίως μετὰ γενικ. προσώπ., Πλουτ. Περικλ. 31· μετὰ γενικ. πράγματ., ὁ λαμβάνων μέρος εἴς τι ἔργον ἢ εἰς τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, συν. τείχεος, βοηθὸς εἰς τὴν ἀνέγερσιν αὐτοῦ, Πινδ. Ο. 8. 43· σ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετάς, ὁ βοηθῶν πρὸς αὐτά, Εὐρ. ἐν Ἱππ. 676, ἐν Μηδ. 845· σ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἴς τι, Πλάτ. Συμπ. 180Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 21· σ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10, ἐν Συμπ. 8, 38· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 7· ἔν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 588· ― μετ’ ἀπαρ., σ. τῷ παιδὶ μὴ ἐκπεσεῖν Εὐρ. Ἴων 48. ΙΙ. ὁ τὰ αὐτὰ καί τις ἄλλος ἐργαζόμενος, συνεργάτηςσύντροφος, μετὰ γεν. προσ., Δημ. 385. 23, Ἐπιγρ. παρὰ Ραγκαβῇ 56Α. ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τινὲς γράφουσι σύνεργος, Ἀμμών. 131, Θωμ. Μάγιστρ. 339.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prête son aide ou son concours ; τινι, rar. τινος à qqn ; abs. auxiliaire ; en mauv. part complice ; συνεργός τινος qui aide à faire qch, qui aide à qch ; συνεργός τινί τινος qui aide qqn en qch.
Étymologie: σύν, ἔργον.