χαλκοχάρμας 1delighting in bronze armour χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι (P. 5.82) met., χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον (I. 6.27) χα] λκοχάρμαι (supp. NorsaVitelli) (Pae. 6.171)