νυμφίος

From LSJ
Revision as of 12:36, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφίος Medium diacritics: νυμφίος Low diacritics: νυμφίος Capitals: ΝΥΜΦΙΟΣ
Transliteration A: nymphíos Transliteration B: nymphios Transliteration C: nymfios Beta Code: numfi/os

English (LSJ)

ὁ,

   A bridegroom, παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων νυμφίου Il.23.223 ; τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ' . . νυμφίον ἐν μεγάρῳ μίαν οἴην παῖδα λιπόντα Od.7.65 ; ἁρμόζων κόρᾳ ν. ἄνδρα Pi.P.9.118, etc. ; ζῆτε νυμφίων βίον Ar.Av.161 ; opp. νύμφη, Pl.Lg.783e : in pl., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις to the bridal pair, E.Med.366, cf. A.Th.757 (lyr.) ; νυμφίοισι παρθένοις occurs in Ps.-E.IA741.    2 son-in-law, LXXJd. 15.6.    II as Adj. νύμφιος, α, ον, bridal, τράπεζα νυμφία Pi.P.3.16 ; λέκτρα Epigr.Gr.373 (Aezani).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφίος: ὁ, γαμβρός, ὁ πρὸ μικροῦ εἰς γάμον ἐλθών, νεόγαμος ἀνήρ, ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων, νυμφίου Ἰλ. Ψ 222· τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ’ Ἀργυρότοξος Ἀπόλλων νυμφίον, ἐν μεγάρῳ μίαν οἴην παῖδα λιπόντα Ὀδ. Η. 65· ἁρμόζων κάρᾳ ν. ἄνδρα Πινδ. Π. 9. 208· οὕτω παρ’ Ἀττ., ζῆν νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161· ἀντίθετον τῷ νύμφῃ, Πλάτ. Νόμ. 783Ε· ἐν τῷ πληθ., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, τοῖς νεονύμφοις, Εὐρ. Μήδ. 366, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 757: - ἐν Εὐρ. ἐν Ι. Α. 741, ἔνθα ἀπαντᾷ, νυμφίοισι παρθένοις, πιθανῶς εἶναι στίχος νόθος. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., νύμφιος, -α, -ον, νυμφικός, νυμφία τράπεζα Πινδ. Π. 3. 29· λέκτρα Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 373.

English (Slater)

νυμφίος
   1 bridegroom οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (P. 9.118)

English (Slater)

νυμφίος
   1 bridegroom οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (P. 9.118)