ὑποθέω
English (LSJ)
fut. -θεύσομαι,
A make a secret attack, ποτὶ ἐχθρόν . . λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.P.2.84. 2 cut in before, in running a race, supplant, Ar.Eq.1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει . . τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. Or.26.317b. II of dogs, run in too hastily, X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 1217] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ὑποτρέχω, κρυφίως προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ λύκος, Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ σελήνη ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, τρέχω κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 t. d’astron. courir ou accomplir sa course sous;
2 courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;
3 courir pour supplanter, supplanter;
4 dépasser en courant, courir en avant.
Étymologie: ὑπό, θέω.
English (Slater)
ὑποθέω
1 run down ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)
English (Slater)
ὑποθέω
1 run down ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)