στέλεχος

From LSJ
Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέλεχος Medium diacritics: στέλεχος Low diacritics: στέλεχος Capitals: ΣΤΕΛΕΧΟΣ
Transliteration A: stélechos Transliteration B: stelechos Transliteration C: stelechos Beta Code: ste/lexos

English (LSJ)

εος, τό, also ὁ Luc.VH1.8, Poll.10.166, cj. in Alciphr. 3.55:—

   A crown of the root, whence the stem or trunk springs, δρυὸς ἐν στελέχει Pi.N.10.61, cf. Hdt.8.55, Arist.Ath.60.2; αἴγειρος . . δεδιχασμένη ἑνὸς ἐκ στελέχους Lyr. in Philol.80.334.    2 trunk, log, στελέχη φέρειν Ar.Lys.336 (lyr.); ἐκπρεμνίζειν στελέχη D.43.69; εἰσδυόμενος εἰς τὰ σ., of hollow trunks, Arist.HA559a10; κύων σ. ἔτεκε Hecat.15 J.    3 metaph., blockhead, Lysipp.7.

German (Pape)

[Seite 933] τό, das Stammende, unten an der Wurzel, der Stamm; δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους, Pind. N. 10, 61; Her. 8, 55; Klotz, Block, Ar. Lys. 336, ἐκπρεμνίζειν στελέχη, Dem. 43, 69, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στέλεχος: τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, Πολυδ. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. στέλλω)· ― ἡ κορυφὴ ἢ στεφάνη τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ πρέμνον ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) καθόλου, κορμός, ξύλον, στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., ἄνθρωπος βλάξ, «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
base de la tige ou du tronc ; tige, tronc ; souche.
Étymologie: DELG v. στελεά.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. στέλεχος¹.
Étymologie: DELG v. στελεά.

English (Slater)

στέλεχος
   1 (hollow) trunk of a tree. ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (N. 10.61)

English (Slater)

στέλεχος
   1 (hollow) trunk of a tree. ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (N. 10.61)