ἀπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκειμαι Medium diacritics: ἀπόκειμαι Low diacritics: απόκειμαι Capitals: ΑΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: apókeimai Transliteration B: apokeimai Transliteration C: apokeimai Beta Code: a)po/keimai

English (LSJ)

fut. -κείσομαι, used as Pass. of ἀποτίθημι,

   A to be laid away from, προμαθείας ἀπόκεινται ῥοαί the tides of events lie beyond our foresight, Pi.N.11.46, cf. Arat.110.    II abs., to be laid up in store, of money, ἀ. ἔνδον ἀργύριον Philetaer.7.6; σῖτος D.42.6; παρά τινι Lys.19.22; τινί for one's use, X.An.2.3.15; χάρις . . ξύν' ἀπόκειται (as Reisig for ξῠναπόκειται) is laid up as a common possession, S.OC1752: hence, to be kept in reserve, X.Cyr.3.1.19, etc.; πολύς σοι [γέλως] ἐστὶν ἀποκείμενος you have great store of laughter in reserve, ib.2.2.15; ἀ. εἰς .. to be reserved for an occasion, Pl.Lg.952d; τὸ τῆς συγγνώμης ὠφέλιμον, ἔλεος ἀ. τινί, D.23.42, D.S.13.31; σοφία ἐς ἐκείνας [τὰς τέχνας] ἀποκείσθω let the name of wisdom be reserved for .., Philostr.Gym.1; ἐφ' ὑμῖν ἀπόκειται τὸ πεισθῆναι you reserve your acquiescence, D.Chr.38.5: c. inf., ἀτυχήματα ἀπόκειταί τινι ἐνευδοκιμεῖν D.18.198; ὅσα τοῖς κακουργοῖς ἀ. παθεῖν D.H.5.8, cf. Luc. Syr.D.51; ἀ. τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν Ep.Hebr.9.27; πᾶσι . . τὸ θανεῖν ἀπόκειται Epigr.Gr.416.6 (Alexandria).    2 to be buried, Not. Scav.1923.49.    III to be laid aside, neglected, ἀ. πόρρω Cratin.367, cf. Plu.2.159f, Philostr.VA8.21.    2 ἀποκειμένη καὶ παλαιὰ φύσις stale, of perfume, D.S.3.46.    IV to be exposed, lie open, to, χώρα ἀ. βαρβάροις Procop.Aed.4.2, cf. 2.9.

German (Pape)

[Seite 306] (s. κεῖμαι), 1) bei Seite, getrennt liegen, προμαθείας ῥοαί Pind. N. 11, 46; Arat. Phoen. 110. – Gew. bei Seite gelegt worden sein, um aufbewahrt, gespart zu werden, von Früchten, Xen. An. 2, 3, 13; ἔνδον αποκείμενος σῖτος Dem. 42, 6; Plut.; vom Gelde, παρά τινι Lys. 19, 22; von sicheren Zufluchtsörtern, Xen. Cyr. 3, 1, 19; καταφυγή Dem. 54, 21. Uebh. worauf Einer sicher rechnenkann, was ihm aufgespart bleibt, ὄνειδος Plat. Legg. XII, 952 d; εὔνοιά τινι Xen. An. 7, 7, 46; γέλως Cyr. 2, 2, 15; συγγνώμη Dem. 23, 42; ἔλεος D. Sic. 13, 31; vgl. Iac. zu Ach. Tat. p. 678; τὸ ἀποκείμενον, das vom Schicksal Verhängte, Schol. Theocr. 7, 83; vgl. Luc. D. Syr. 51 u. a. Sp. – Auch = bei Seite gelegt, verachtet sein, Cratin. bei Suid.; ἀποκείσεται ἀκλεὴς καὶ ἀπόθετος Plut. Sept. Sap. conv. 16; D. Sic. 3, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκειμαι: μέλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ ἀποτίθημι, εὑρίσκομαι ἢ κεῖμαι μακρὰν ἀπὸ..., προμαθείας δ' ἀπόκεινται ῥοαὶ, ὁ δὲ ῥοῦς τῶν γεγονότων κεῖται μακρὰν τῆς ἡμετέρας προνοίας,· «τῆς δὲ προγνώσεως αἱ ὁδοὶ ἄποθεν ἡμῶν κεῖνται, ἀντὶ τοῦ, οὐ δυνάμεθα ἄνθρωποι ὄντες τὰ μέλλοντα προγινώσκειν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 61, πρβλ. Ἄρατ. 110. ΙΙ. ἀπολ. εἶμαι ἀποτεθησαυρισμένος, ἐπὶ χρημάτων, ἀπόκειται ἔνδον ἀργύριον, Φιλέταιρ. 2. 9· παρά τινι Λυσ. 153. 45· τινι, πρὸς χρῆσίν τινος, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· ἐν οἷς γὰρ χάρις ἡ χθονία ξύν' ἀπόκειται (κατὰ Reisig ἀντὶ ξῠναπόκειται), εἶναι ἀποτεθησαυρισμένη, ὑπάρχει ὡς κοινὴ κτῆσις, Σοφ. Ο. Κ. 1752, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: ― ἐντεῦθεν φυλάττομαι ἐν ἀποθήκῃ, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Πλάτ. κτλ.· πολύς σοι [[[γέλως]]] ἐστὶν ἀποκείμενος, ἔχεις μεγάλην ποσότητα γέλωτος ἀποτεθησαυρισμένην, Ξεν. Κύρ. 2.2,15· ἀπ. εἰς..., πρὸς χρῆσιν ἐν περιστάσει τινί, Πλάτ. Νόμ. 952D· συγγνώμην, ἔλεος ἀπ. τινι Δημ. 633, 26, Διόδ. 13. 30, κτλ: ― μετ’ ἀπαρ., ἀτυχήματα ἀπόκειταί τινι ἐνευδοκιμεῖν Δημ. 294. 14· παθεῖν Διον. Ἁλ. 5. 8· πᾶσι… τὸ θανεῖν ἀπόκειται Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 416. 6: ― τὸ ἀποκείμενον, τὸ ἐπιφυλαττόμενον εἴς τινα, ἡ μοῖρα αὐτοῦ, Schäf Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 477. ΙΙΙ. κεῖμαι κατὰ μέρος, εἶμαι ἀπερριμένος, παρημελημένος, ἀπ. πόρρω Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 46, πρβλ. Πλούτ. 2.159F.

French (Bailly abrégé)

être mis de côté :
1 être en réserve ; fig. οἷς γὰρ χάρις ἡ χθονία ξύν’ ἀπόκειται πενθεῖν οὐ χρή SOPH car il ne faut pas qu’ils s’affligent ceux à qui le pays tout entier réserve sa faveur;
2 être laissé à l’écart, être méprisé ou délaissé.
Étymologie: ἀπό, κεῖμαι.