Ἀχαιός
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ά, όν,
A Achaean, Hom., etc.: hence as Subst., 1 Ἀχαιοί, οἱ, the Achaeans, in Hom. for the Greeks generally, Il.2.235, etc. 2 Ἀχαΐα, ἡ, Achaia in Peloponnese, Th., etc.; under the Romans, the prouince of Greece.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχαιός: -ά, -όν, ὁ ἐξ Ἀχαίας, Λατ. Achivus, Ὅμ., κλ.· ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ., 1) Ἀχαιοί, οἱ παρ’ Ὁμ. ἀντὶ τοῦ Ἕλληνες ἐν γένει, κυρίως δὲ Σπαρτιᾶται καὶ Ἀργεῖοι, Παυσ. 7. 1. 2) Ἀχαΐα, ἡ, ἐν Πελοποννήσῳ, Θουκ. κλ., ἀλλλ’ ὑπὸ τοὺς Ρωμαίους περιελάμβανεν ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα, πλὴν τῆς Θεσσαλίας.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
d’Achaïe, achéen ; οἱ Ἀχαιοί les Achéens, peuple dont divers groupes habitaient la Thessalie, le Péloponnèse, les îles de Crète et d’Ithaque, et dont le nom désigne, dans Homère et Hésiode, toutes les populations de race grecque ; fém. αἱ Ἀχαιαί Achéennes, femmes grecques.
Étymologie: DELG beaucoup d’hypothèses, mais rien de sûr.
English (Slater)
ᾰχαιός
1 Achaean ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων (i. e. an Achaean from Epirus: Ἀχαιοὶ γὰρ οἱ ἀπὸ τῆς Θεσσαλίας ταχθέντες ὑπὸ Νεοπτολέμῳ ἀπεπλάγχθησαν εἰς τὴν Μολοσσίαν καὶ κατῴκησαν εἰς τὴν Ἤπειρον Σ.) (N. 7.64) Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες i. e. of Arkadia (N. 10.47) Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος i. e. in Sparta (I. 1.31) Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Θυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι in Phthiotis in Thessaly (I. 1.58) παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν i. e. of the Greeks at Troy (Pae. 6.85) test. dub., v. fr. 259.