εὐνομία

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνομία Medium diacritics: εὐνομία Low diacritics: ευνομία Capitals: ΕΥΝΟΜΙΑ
Transliteration A: eunomía Transliteration B: eunomia Transliteration C: evnomia Beta Code: eu)nomi/a

English (LSJ)

Ep. and Ion. -ιη, ἡ,

   A good order, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Od.17.487; ἐν εὐ. εἶναι Xenoph.2.19; μετέβαλον ὧδε ἐς εὐ. Hdt.1.65, cf. 2.124: pl., εὐνομίῃσι πόλιν κάτα . . κοιρανέουσ' h.Hom.30.11, cf. Pl.Sph.216b; ἀπόλεμος εὐ. Pi.P.5.67, cf. AP6.195 (Arch.); Καίσαρος εὐ. ib.236 (Phil.); εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέχεσθαι Pl.R.425a; οὐκ ἔστι εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ Arist.Pol.1294a3, cf. 1280b6, Pl. Def.413e; οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας, title of officials in Crete, GDI5075.35 (Latos).    2 loyalty to divine law, εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ S.Aj.713 (lyr.).    3 personified as daughter of Themis, Hes.Th.902, cf. Pi.O.9.16, 13.6, B.12.186, D.25.11, Lyr.Adesp.140.6, IG2.1598; title of a poem by Tyrtaeus, cf. Arist.Pol.1307a1, Str.8.4.10.    4 observance of the laws of art, εὐ. μουσική Longus 2.35.    II (εὔνομος 11) diligence in foraging: metaph., of bees, Philostr.Im.2.2; regularity in pasturing, of sheep, Longus 1.5.

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, 1) gute Gesetze, gesetzliche Ordnung, einmal bei Hom., Odyss. 17, 487 θεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες, Scholl. εὐνομίην: ἅπαξ εἴρηται παρὰ τῷ ποιητῇ; Plat. Soph. 216 b ὕβρεις τε καὶ εὐνομίας τῶν ἀνθρώπων καθορᾶν, wie auch H. h. 30, 11 den plur. hat, εὐνομίῃσι πόλιν κάτα κοιρανέουσι. Das Wort νόμος kommt bei Hom. nicht vor, denn Zenodots Lesart Odyss. 1, 3 πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω is. Scholl.) ist ohne Zweifel zu verwerfen; das Wort εὐνομίη leitete Aristarch von εὖ νέμεσθαι ab, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 348. – Pind. εὐν. ἀπόλεμος, der Friede, P. 5, 67, u. personificirt, s. nom. pr.; vgl. καὶ σέο φῶτες πρὸς βαιὸν τόξων εὐνομίην ἄγομεν, wir haben Ruhe vor deinem Bogen, Alph. 3 (Plan. 212). Bes. = die Beobachtung der Gesetze, wie Arist. pol. 4, 8 bemerkt οὐκ ἔστι δὲ εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ ff.; Plat. defin. 413 e εὐν. πειθαρχία νόμων σπουδαίων; vgl. Soph. θεῶν θέσμι' ἐξήνυσ' εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ, Ai. 699; Ar. Av. 1540; – in Prosa, εἶναι ἐν Αἰγύπτῳ πᾶσαν εὐνομίην Her. 2, 124; ὅταν παῖδες εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέξωνται Plat. Rep. IV, 425 a; ἐν ταῖς ψυχαῖς Legg. XII, 960 d. – Long. 2, 35 εὐν. μουσική, gute Melodie. – 2) die gute Weide, Philostr. imagg. 2, 2; vgl. Long. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνομία: Ἰων. εὐνομίη, ἡ, καλὴ ἐφαρμογὴ τῶν νόμων, καλὴ διοίκησις, τάξις, εὐταξία, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες, εὐνεμεσίαν (εὐνεμησίαν Barn), καθ’ ἣν εὖ νεμόμεθα καὶ διατελοῦμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 487· μετέβαλον ὧδε ἐς εὐν. Ἡροδ. 1. 65· πληθ., εὐνομίῃσι πόλιν κάτα … κοιρανέουσιν Ὁμ. Ὕμν. 30. 11, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 216Β· ἀπόλεμος εὐν. Πινδ. Π. 5. 90· εὐνομίᾳ σέβειν Σοφ. Αἴ 712, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 195, 236· εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέχεσθαι Πλάτ. Πολ. 425Α. κατὰ τὸν Ἀριστ., οὐκ ἔστι δὲ εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δὲ· διὸ μίαν μὲν εὐνομίαν ὑποληπτέον εἶναι τὸ πείθεσθαι τοῖς κειμένοις νόμοις, ἑτέραν δὲ τὸ καλῶς κεῖσθαι τοὺς νόμους οἷς ἐμμένουσιν Πολιτικ. 4. 8, 6, πρβλ. 3. 9, 8· κατὰ δὲ Πλάτ. (Ὅροι 413Ε), εὐνομία πειθαρχία νόμων σπουδαίων: - οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας, παραπλήσιον τῷ νομοφύλακες, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 59. 2) προσωποπ. ὑπὸ Ἡσ. ἐν Θεογονίᾳ 902 ὡς θυγάτηρ τῆς Θέμιδος, πρβλ. Πίνδ. ἐν Ο. 9. 26., 13. 6 κἑξ., Δημ. 772. 23· οὕτως ὡς ὄνομα ποιήματος τοῦ Τυρταίου, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 4, Στράβ. 362. 3) εὐκαμψία τῆς φωνῆς, ἐν τῇ μουσικῇ, Λόγγος 2. 3. ΙΙ (εὔνομος ΙΙ) ἐπιμέλεια ἐν τῇ νομῇ καλὴ βοσκή, μεταφ. ἐπὶ μελισσῶν, Φιλοστρ. 812, Λόγγος 1. 5.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
ordre bien réglé ; bonne législation, justice, équité ; bonne observation des lois, ordre régulier.
Étymologie: εὔνομος.
2ας (ἡ) :
action de faire paître dans de bons pâturages.
Étymologie: εὖ, νομός.