ἀναφαίνω

From LSJ
Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφαίνω Medium diacritics: ἀναφαίνω Low diacritics: αναφαίνω Capitals: ΑΝΑΦΑΙΝΩ
Transliteration A: anaphaínō Transliteration B: anaphainō Transliteration C: anafaino Beta Code: a)nafai/nw

English (LSJ)

poet. ἀμφ-: fut. -φᾰνῶ, but

   A -φᾱνῶ E.Ba.528 codd. (-φαίνω Herm.): aor. ἀνέφηνα, Hellenistic -έφᾱνα: pf. -πέφηνα late, Ps.-Luc.Philopatr.3:—cause to give light, make to blaze up, ξύλα, δαΐδας Od.18.310.    2 bring to light, produce, ὄφιας Hdt.4. 105.    b show forth, make known, display, θεοπροπίας, ἀρετήν, ἐπεσβολίας, Il.1.87, 20.411, Od.4.159; πραπίδων καρπόν Pi.Fr.211; κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα S.Fr.432.7; ἀ. θυσίας E.IT466; ὀργάν Id.Ba. 538; ἄστρα X.Mem.4.3.4; ἡμέρᾳ καὶ ἡλίῳ . . χάριν οἶδα ὅτι μοι Κλεινίαν ἀ. Id.Smp.4.12; rarely of sound, βοὰν ἀμφ. send forth a loud cry, A. Supp.829; ἀ. μελέων νόμους Ar.Av.745:—in Med., νίκαν ἀνεφάνατο Pi.I.4(3).71.    3 proclaim, declare, βασιλέα ἀ. τινά Id.P.4.62; νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν ib.9.73, cf. N.9.12: c. part., τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀ. Pl.Criti.108c: c. inf., ἀναφαίνω σε τόδε . . ὀνομάζειν I proclaim that they call thee by this name, E.Ba.528:—Med., in Dor. form ἀμφ-, adopt as one's son, Leg.Gort.10.34, al.    b of things, appoint, institute, ὃς τελετὰς ἀνέφηνε καὶ ὄργια IG3.713, cf. Marm.Par.28; νῆσον ἀ. τινὶ οἰκεῖν Philostr.Her.19.16.    4 ἀναφάναντες τὴν Κύπρον having sighted .., Act.Ap.21.3.    II Pass., fut. ἀναφᾰνήσομαι Ar.Eq.950, Pl.Prm.132a, al.; but also -φανοῦμαι Id.Plt.289c: pf. ἀναπέφασμαι, but -πέφηνα Hdt. (v. infr.), etc.: aor. ἀνεφᾰνην Ar.V.124:—to be shown forth, appear plainly, ἀναφαίνεται ἀστήρ Il.11.62; ἀ. αἰπὺς ὄλεθρος ib.174; τῇ δεκάτῃ . . ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Od.10.29; τὸ Δέλτα ἐστὶ νεωστὶ ἀναπεφηνός Hdt.2.15, cf. S.OC1222 (lyr.), etc.; ἀ. ὁ βλάπτων A.Ch.328.    b reappear, Hdt.4.195; of rivers which flow underground, Id.6.76, 7.30; simply, spring up, ib.198.    2 ἀναφανῆναι μούναρχος to be declared king, Id.3.82; στρατηγὸς ἀ. Pl.Ion 541e; κλέπτης τις ὁ δίκαιος . . ἀναπέφανται proved to be .., Id.R.334a, cf. Smp.185a; ἀ. λογογράφος ἐκ τριηράρχου from a sea-captain to come out a romancer, Aeschin. 3.173:—also c. part., ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός Pl.R.350c; ἀναφαίνεσθαι ἔχων, σεσωσμένοι, to be seen or found to have, to be plainly in safety, etc., Id.Sph.233c, X.Cyr.3.2.15, etc.    III the Act. intr. in later Greek, ἀνέφαινεν ἕσπερος Musae.111 (v.l.), cf. Hld.5.22:—ἀναφῆναι is prob.f.l. for ἀναφανῆναι in Hdt.1.165.

German (Pape)

[Seite 212] aufleuchten oder auflodern lassen, Od. 18, 310; gew. übtr., an den Tag bringen, offenbaren, kundmachen, θεοπροπίας Il. 1, 87; Ὀδυσσέα Od. 4, 254, entdecken, daß es Odysseus sei; ποδῶν ἀρετήν Il. 20, 411; ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν ἄντα σέθεν Od. 4, 159; oft bei Pind., βασιλέα, Κυράναν, πόλιν, preisen, P. 4, 62. 9, 75 N. 9, 12; Aesch. βοάν, erheben, Suppl. 809; Eur. Bacch. 530 ἀναφαίνει χθόνιον γένος ἐκφύς τε δράκοντός ποτε Πενθεύς, er zeigt das Erdgeschlecht, und daß er einst aus einem Drachen entsproß; auch sonst mit partic., τοὺς παλαιοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀναφ. Plat. Critia 108 c; aor. I. med. bei Pind. I. 3, 89 ἀνεφήνατο νίκας, in derselben Bdtg. – Pass. (mit dem aor. ἀνεφάνην, u. fut. pass., κακὸν ἀναφανησόμενον Antiph. 1, 13; oft bei Plat.; doch auch fut. med., Polit. 289 c Legg. V, 744 a), sichtbar werden, sich zeigen, erscheinen, ἐκ νεφέων – ἀστήρ Il. 11, 62; πατρὶς ἄρουρα Od. 10, 29; ὄλεθρος Il. 17, 244; ἀνεφάνη μούναρχος, er wurde plötzlich, zeigte sich als Alleinherrscher, Her. 3, 82; vgl. 1, 36; ἀνεφάνη δεσπότης Plat. Gorg. 484 a. Vom act. kommt der aor. I. in intrans. Bdtg vor, Her. 1, 165 πρὶν τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφῆναι, ehe diese Masse zum Vorschein käme (richtiger wohl als transit. zu nehmen); Mus. 111 u. Sp.; u. nur so perf. II. ἀναπέφηνα, Soph. O. C. 1225; Her. 2, 15; Xen. Cyr. 3, 2, 7 Hell. 3, 5, 8; κονιορτὸς ἀναπέφηνε, wird so genannt, Anaxandr. Ath. VI, 242 d; Plat. aber κλέπτης τις ὁ δίκαιος ἀναπέφανται, mit hervortretender passiv. Beziehung, Rep. I, 334 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφαίνω: ποιητ. ἀμφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, ἀλλὰ φᾱνῶ (ἀναφαίνω, Ναύκιος), Εὐρ. Βάκχ. 529, ἴδε Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 300: ἀόρ. ἀνέφηνα ἢ -έφᾱνα: (ἴδε φαίνω). Κάμνω τι νὰ δώσῃ φῶς, κάμνω τι νὰ ἀναλάμψῃ, νὰ δώσῃ φλόγα, ἀμοιβηδὶς δ’ ἀνέφαινον δμωαὶ Ὀδ. Σ. 310. 2) γεννῶ, παράγω, ὄφιας γάρ σφι πολλοὺς μὲν ἡ χώρη ἀνέφαινε Ἡρόδ. 4. 105. β) ἐπιδείκνυμι, καθιστῶ τι γνωστόν, φανερώνω τι, θεοπροπίας, ἀρετήν, ἐπεσβολίας Ἰλ. Α. 87, Υ. 411, Ὀδ. Δ. 159. Πίνδ. καὶ Ἀττ., κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα Σοφ. Ἀποσπ. 379. 8· ἀν. θυσίας Εὐρ. Ι. Τ. 466· ὀργὰν ὁ αὐτ. Βάκχ. 538· ἄστρα Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 4· ἡμέρᾳ δὲ καὶ ἡλίῳ... χάριν οἶδα, ὅτι μοι Κλεινίαν ἀν. ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 12· σπανίως ἐπὶ ἤχου, βοὰν ἀμφ., ἐκπέμπω ἰσχυρὰν κραυγήν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 829· ἀν. μελέων νόμους Ἀριστοφ. Ὄρν. 745: ― Μέσ., νίκαν ἀνεφάνατο Πίνδ. Ι. 4 (3). 119. 3) καθίστημι, ἀνακηρύττω, ἀναγορεύω, βασιλέα ἀν. τινὰ Πινδ. Π. 4. 110· ἀν. πόλιν, ἀνακηρύττω τὴν πόλιν νικήτριαν ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ὁ αὐτ. Π. 9. 122, Ν. 9. 29· μετὰ μετοχ., τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀν. Πλάτ. Κριτί. 108C, πρβλ. Λυσίαν 127. 21: ― μετ’ ἀπαρεμφ., ἀναφανῶ σε τόδε... ὀνομάζειν, θὰ ἀνακηρύξω (ὅ ἐ. θὰ διατάξω) νὰ σε ὀνομάζωσιν (εἰς τὸ ἑξῆς) διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος, Εὐρ. Βάκχ. 529. β) ἐπὶ πραγμ., ὁρίζω, ἱδρύω, ὃς τελετὰς ἀνέφαινε καὶ ὄργια Συλλ. Ἐπιγρ. 401, πρβλ. Χρον. Πάρ. αὐτόθι 2374. 28· Πανὶ νόμους ἀν. Ἀριστοφ. Ὄρν. 745· νῆσον ἀν. τινὶ οἰκεῖν Φιλόστρ. 746. 4) καθιστῶ τινα ἔνδοξον, Πινδ. Ν. 9. 29. 5) ἀναφάναντες δὲ τὴν Κύπρον... ἐπλέομεν εἰς Συρίαν, ἀναφανείσης ἡμῖν τῆς Κύπρου… ἐπλέομεν, κτλ., Πράξ. Ἀπ. καϳ, 3· οὕτως, aperitur Apollo ἐν Οὐεργ. Αἰν. 3. 275. ΙΙ. παθ., μετὰ μεσ. μέλλ. ἀναφᾰνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 950, Σφ. 124, Πλάτ., ἀλλὰ καὶ ἀναφανοῦμαι ὁ αὐτ. Πολιτικ. 289C: πρκμ. ἀναπέφᾰσμαι, ἀλλὰ καὶ ἀναπέφηνα Ἡρόδ., κτλ.: δείκνυμαι, ἔρχομαι εἰς φῶς, γίνομαι ὁρατός, φαίνομαι ἐναργῶς, ἀναφαίνεται ἀστὴρ Ἰλ. Λ. 62· ἀν. αἰπὺς ὄλεθρος αὐτόθι 174· τῇ δεκάτῃ... ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Ὀδ. Κ. 29· οὕτω, τὸ Δέλτα ἐστὶ νεωστὶ ἀναπεφηνὸς Ἡρόδ. 2. 15, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1222, κτλ.· ἀν. ὁ βλάπτων Αἰσχύλ. Χο. 329. β) ἐκ νέου φαίνομαι, Ἡρόδ. 6. 76., 7. 30, 198. 2) ἀναφανῆναι μούναρχος, ἀνακηρυχθῆναι βασιλεύς, ὁ αὐτ. 3. 82· στρατηγὸς ἀν. Πλάτ. Ἴων 541E· κλέπτης τις ὁ δίκαιος… ἀναπέφανται, ἔχει ἀποδειχθῇ ὅτι εἶναι.., ὁ αὐτ. Πολ. 334A, πρβλ. Συμπ. 185Α, Ρήτορ., ἀν. λογογράφος ἐκ τριηράρχου Αἰσχίν. 78. 26: ― ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἀναπέφανται ὢν ἀγαθὸς Πλάτ. Πολ. 334A· ἀλλ’ οὐκ ἀλήθειαν ἔχων ἀναπέφανται Πλάτ. Σοφ. 233C, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 15, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται ἀμετάβ. παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ὡς ἀνέφαινεν ἕσπερος Μουσαῖ. 111, πρβλ. Κοραῆ Ἡλιόδ. 2. σελ. 187: - παρϳ Ἡροδ. 1. 165· πρὶν ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφῆναι, τινὲς μὲν διορθοῦσιν ἀναφανῆναι, τινὲς δὲ ἀποφεύγουσι τὴν δυσκολίαν μεταφράζοντες, «πρὶν ἢ αὐτοὶ ἀνενέγκωσι τὸν μύδρον εἰς φῶς», ἀλλ’ ἡ ἑρμηνεία αὕτη φαίνεταί πως βεβιασμένη· ὁ Ἡσύχ. ἔχει, «ἀναφῆναι, φανερῶσαι».

French (Bailly abrégé)

f. ἀναφανῶ, ao. ἀνέφηνα, etc.
A. tr. I. faire briller : δαΐδας OD allumer des flambeaux ; ἄστρα XÉN faire briller les étoiles;
II. faire paraître :
1 produire à la lumière, produire : ὄφιας HDT des serpents;
2 faire voir, montrer : ποδῶν ἀρετήν IL son agilité;
3 faire entendre : ἐπεσβολίας OD des paroles irréfléchies;
4 expliquer : θεοπροπίας IL des oracles;
5 proclamer, déclarer : ἃς ὁ παρ’ ἡμῖν νόμος οὐχ ὁσίας ἀναφαίνει EUR que l’usage établi chez nous déclare impies;
B. (intr. au pf. ἀναπέφηνα) se produire au jour, se montrer : νεωστὶ ἀναπεφηνός HDT (alluvion) de formation récente (le Delta) ; θύων ἀναπέφηνα XÉN on m’a vu offrir des sacrifices;
Moy. ἀναφαίνομαι (f. ἀναφανοῦμαι et ἀναφανήσομαι, etc.);
briller : ἀναφαίνεται ἀστήρ IL l’astre apparaît brillant ; fig. ἀναφαίνεται ὄλεθρος IL la perte apparaît certaine ; νῦν ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι XÉN il est évident que maintenant nous sommes sauvés.
Étymologie: ἀνά, φαίνω.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἀναφῆναι: I. act., make to shine or appear, show, exhibit; ἀμοιβηδὶς δ' ἀνέφαινον, i. e. they made the torch-wood blaze up to give light, Od. 18.310 ; Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ' ἀναφῆναι, ‘reveal his presence,’ Od. 4.254.—II. mid., appear.

English (Slater)

ἀναφαίνω v. ἀμφαίνω.