δεῦρο
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
(Aeol. δεῦρυ Hdn. Gr.2.933, who read δεύρω in Il.3.240), strengthd. in Att. δευρί Ar.Nu.323, And.2.10: sts. written δεῦρε in Att. Inscrr., as IG12.900: late δευρεί Stud.Pal.10.7.6 (iv/v A. D.). Adv.: I of Place, hither, with all Verbs of motion, Il.1.153, etc.: strengthd., δ. τόδ' ἵκω Od.17.444, cf. Il.14.309; in pregn. sense with Verbs of rest, to [have come hither and] be here, δ. παρέστης 3.405; πάρεστι δ . . . ὅδε S.OC1253; τὰ τῇδε καὶ τὰ δεῦρο πάντ' ἀνασκόπει Ar.Th.666: with Art., μακρὸν τὸ δ. πέλαγος S.OC663; τῆς δ. ὁδοῦ ib.1165; τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δ. Ar.Av.426, cf. E.Ph. 266, [315]; δ. ἐλθών Pl.Tht.143a. b later, here, τὰ δ., = sensible objects, Arist.Metaph.991b30; τὰ σώματα τὰ δ. Id.Cael.269b15; τὰ δ. κακά Max.Tyr.14.7. 2 used as Interjection, come on! in Hom. with 2sg. imper. (δεῦτε (q. v.) being used with pl.), ἄγε δ. Il.11.314; δ. ἄγε Od.8.145; δ. ἴθι Il.3.130; δ. ἴτω 7.75; δ. ὄρσο Od.22.395: later with 2pl. imper., δ. ἴτε A.Eu.1041(lyr.); δ. ἕπεσθε E.HF 724. b with 1pl. subj., δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε τραπείομεν come let us... Od.8.292, cf. Il.17.120, al.; later in this sense with imper., καί μοι δ. εἰπέ here now, tell me, Pl.Ap.24c; δεῦρό σου στέψω κάρα come let me... E.Ba.341. c without a Verb, δ. δηὖτε Μοῖσαι Sapph.84; δεῦρο, σύ here, you! Ar.Pax881; δ. παρὰ Σωκράτη (sc. καθίζου) Pl.Tht.144d; δ. δὴ πάλιν (sc. βλέπε) Id.R.477d. d later, go away! LXX 4 Ki.3.13. 3 in arguments, μέχρι δ. τοῦ λόγου up to this point of the argument, Pl.Smp.217e; τὸ μέχρι δ. ἡμῖν εἰρήσθω Id.Lg.814d; δεῦρ' ἀεὶ προεληλύθαμεν Id.Plt.292c; ἄχρι δ. Gal.15.453. II of Time, until now, hitherto, Trag. (v. infr.) and Prose, Pl.Ti.21d; μέχρι τοῦ δ. Th.3.64, Onos.Praef.7, PLond. 2.358.16 (ii A.D.); μέχριδεύρου (sic) PGen.47.8 (iv A. D.); εἰς τὴν δ. Hld.1.19; ἐξ ἕω μέχρι δ. Pl.Lg.811c; δεῦρ' ἀεί E.Med.670, Ion 56, etc.; paratrag. in Ar.Lys.1135; δεῦρό γ' ἀεί A.Eu.596.
German (Pape)
[Seite 552] adv., 1) vom Orte. hierher, bei Verbis der Bewegung, von Hom. an überall; Hom. Iliad. 14, 309 δεῦρο τόδ' ἱκάνω, Homerisch, δεῦρο und τόδε stebn παραλλήλως; Odyss. 1 7, 444 δεῦρο τόδ' ἵκω. Auch bei Verdis, die eine Ruhe bezeichnen, so daß an die vorangegangene Bewegung gedacht wird, z. B. δεῦρο παρέστης Il. 3, 405; πάρεστι δεῦρο, er ist hierher gekommen u. ist jetzt hier, Soph. O. C. 1255; ἐπιδημεῖν δεῦρο Ar. Lys. 62; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 43; Ap. Rh. 2, 874; erst Sp., wie Max. Tyr., brauchen es geradezu für »hier«, s. Schäfer D. Hal. C. V. p. 321. In der Stelle Iliad. 1, 153 οὐ γὰρ ἐγὼ Τρώων ἕνεκ' ἤλυθον αἰχμητάων δεῦρο μαχησόμενος verbanden einige Alte δεῦρο mit μαχησόμενος, = »um hier zu kämpfen«, s. Scholl. Nicanor. l. c. u. Lehrs Aristarch. p. 138 sqq. – Verstärkt durch μέχρι, z. B. μέχρι οὖν δεῦρο τοῦ λόγου καλῶς ἔχοι Plat. Conv. 217 e; τὸ μέχρι δεῦρο ἡμῖν εἰρήσθω Legg. VII, 814 d; mit dem Artikel, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Eur. Phoen. 272. 324; τὰ τῇδε καὶ τὰ δεῦρο Ar. Th. 666. – Bes. steht es beim imperat. als Ermunterungspartikel; Iliad. 23, 485 δεῦρό νυν, ἢ τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, Scholl. Aristonic. ὅτι ἀντὶ τοῦ ἄγε τὸ δεῦρο; ἄγε δεῦρο, frisch heran! Il. 17, 685; δεῦρ' ἄγε Od. 8, 145; δεῦρ' ἴθι Il. 3, 1301 δεῦρ' ἴτω Iliad. 7, 75; allein δεῦρο Od. 8, 292, wie Ar. Pax 846; Plat. Rep. IV, 445 d V, 477 d. Auch bei andern imperat., καί μοι δεῦρο – εἰπέ Plat. Apol. 24 c; δεῦρο αὖ συνεπίσκεψαι Crat. 422 c; mit conj., δεῦρό σου στέψω κάρα, auf, soll ich, Eur. Bacch. 841. – 2) von der Zeit, bis hierher, bis jetzt, Plat. Theaet. 143 a; δεῦρ' ἀεί Aesch. Ch. 596; Eur. Ion 56; Ar. Lys. 1 135; μέχρι τοῦ δεῦρο, bis setzt, Thuc. u. Sp.; μέχρι δεῦρο Plut. Num. 4. – B. A. 241 wird dieser Gebrauch den Rednern abgesprochen.
Greek (Liddell-Scott)
δεῦρο: ἐπιτεταμ. παρ’ Ἀττ. δευρὶ (Ἀριστοφ. Νεφ. 323, Ἀνδοκ. 21. 8)· τύπος τις δεύρω ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. ὡς ἀπαντῶν ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ὅθεν διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Ἰλ. Γ. 240· ἐπίρρ. Ι. τόπον, ἐδῶ, πρὸς τὰ ἐδῶ, Λατ. huc, μετὰ πάντων τῶν ῥημάτων κινήσεως, Ὅμ., κτλ.· ἐπιτεταμένον, δεῦρο τόδ’ ἵκω Ὀδ. Ρ. 444, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 309, κατ’ ἄλλους τὸ τόδε σύστοιχον ἀντικείμενον τοῦ ῥήματος· ὡσαύτως βραχυλογικῶς μετὰ ῥημάτων στάσεως σημαντικῶν [ἔχω ἔλθει καὶ εἶμαι ἐνθάδε], δεῦρο παρέστης Γ. 405· πάρεστι δεῦρο … ὅδε Σοφ. Ο. Κ. 1253· τὰ τῇδε καὶ τὰ δεῦρο πάντ’ ἀνασκόπει Ἀριστοφ. Θεσμ. 665· – ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, μακρὸν τὸ δ. πέλαγος Σοφ. Ο. Κ. 66· τῆς δ. ὁδοῦ αὐτόθι 1165· τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 426, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 266, 315. β) παρὰ μεταγ. ἁπλῶς, ἐδῶ, ἄνευ τῆς ἐννοίας τῆς κινήσεως, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 9, 20, Οὐρ. 1. 2, ἐν τέλ. 2) συχνάκις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ πρὸς παραθάρρυνσιν ἢ ἁπλῶς κλητικόν, ἐδῶ! ἀπ’ ἐδῶ! ἐμπρός! Λατ. adesdum, ἄγε δεῦρο, δεῦρ’ ἄγε, δεῦρ’ ἴθι, καὶ δεῦρ’ ἴτω, ἀείποτε μετὰ ῥήματος ἑνικοῦ, (τὸ δὲ δεῦτε, ὃ ἴδε, εἶναι ἐν χρήσει μετὰ ῥήματος πληθ.)· ἀλλὰ τὸ δεῦρο ἐνίοτε κεῖται καὶ μετὰ πληθ., παρὰ Τραγ., δ. ἴτε Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041· δ. ἕπεσθε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 724· – ἐνίοτε ὑπάρχει μόνον, δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε τραπείομεν, ἐμπρός, ἂς … , Ὀδ. Θ. 292· οὕτω παρ’ Ἀττ., καί μοι δ. εἰπέ, ἐμπρὸς τώρα, εἰπέ μοι, Πλάτ. Ἀπολ. 24C· δεῦρό σου στέψω κάρα, ἔλα, ἐμπρός, ἂς σοῦ … , Εὐρ. Βάκχ. 341· καὶ ὅλως ἄνευ ῥήματος, δεῦρο, σύ, ἐδῶ, σύ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 880· δεῦρο παρὰ Σωκράτη (ἐνν. καθίζου) Πλάτ. Θεαιτ. 144D, κτλ. 3) ἐν συζητήσει ἢ ἐπιχειρήμασι καὶ ἀποδείξεσι, μέχρι δ. τοῦ λόγου, μέχρι τοῦδε τοῦ σημείου τῆς ὑποθέσεως, ὁ ἀυτ. Συμπ. 217Ε· τὸ μέχρι δ. εἰρήσθω ὁ αὐτ. Νόμ. 814D· ὡσαύτως, δεῦρ’ ἀεὶ προεληλύθαμεν ὁ αὐτ. Πολιτ. 292C· δ. δὴ πάλιν (ἐνν. βλέπε) ὁ αὐτ. Πολ. 477D. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, μέχρι τοῦδε, μέχρι τοῦ νῦν, «ἕως ἐδῶ», μόνον παρ’ Ἀττ., ἰδίως Τραγ.· οὕτω Πλάτ. Θεαίτ. 143D, Τιμ. 21D· ὡσαύτως, δεῦρ’ ἀεὶ Εὐρ. Μηδ. 670, Ἴωνι 56, κτλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1135· δεῦρό γ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 596· πρβλ. Βαλκ. Φοιν. 1215, Πόρσ. Ὀρ. 1679· – παρὰ πεζοῖς ὡσαύτως, μέχρι δ. ἀεὶ Πλάτ. Νόμ. 811C.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec idée de lieu ici avec mouv.
2 avec idée de temps jusqu’ici, jusqu’à présent.
Étymologie: DELG cf. lit. aurè, arm. ur, ombr. uru, de m. sign., avec particule lative -δε placée en tête.
English (Autenrieth)
hither; often w. imp., or subj. of exhortation, and sometimes in hortatory sense without a verb, ἀλλ' ἄγε δεῦρο, εἰ δ ἄγε δεῦρο, etc.; also without definite reference to motion, δεῦρ' ἄγε πειρηθήτω, ‘come on,’ let him try, Od. 8.205, 145
English (Slater)
δεῡρο
1 this way, to this place “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” to Olympia (O. 6.63) Ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν, ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἂν ἵπποις χρυσέαις to Aigina (O. 8.51) Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ (sc. Πείσανδρος), Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων to Tenedos (N. 11.35)