ἄγλωσσος
English (LSJ)
Att. ἄγλω-ττος, ον,
A without tongue, of the crocodile, Arist. PA690b23, cf. Eub.107.1; of a flute, without reed, Poll.2.108. Adv. -τως Id.6.145. II lacking in eloquence, Pi.N.8.24, Ar.Fr.734, D.Chr.12.55; dumb, AP7.191 (Arch.). 2 = βάρβαρος, οὔθ' Ἑλλὰς οὔτ' ἄ. S.Tr.1060.
German (Pape)
[Seite 17] att. ἄγλωττος, ohne Zunge (γλῶσσα), Eubul. Ath. X, 449 e; Plut. sol. an. 5; Krokodil, Arist. H. A. 2, 6, 1. Gew. ohne Sprache, stumm, Pind. ἦτορ N. 8, 25; öfter in Anthol. στόμα, Bian. 3; Simm. 6; Antiphil. 17 (IX, 273 VII, 193. 641); neben ἀναύδητος Archi. 28 (VII, 191). – Bei Soph. Tr. 1049, = βάρβαρος, dem Ἑλλάς entgegengesetzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ μὴ ἔχων γλῶσσαν, περὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 4. 11, 2· ἐπὶ αὐλοῦ· (πρβλ. γλῶσσα, ΙΙΙ. Ι), Πολυδ. 2. 108: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 6, 145. ΙΙ. ὁ ἄνευ εὐγλωττίας, ἄφωνος, Λατ. elinguis, Πινδ. Ν. 8. 41. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 570, Ἀνθ., κτλ. 2) = βάρβαρος· οὔθ’ Ἑλλὰς (= Ἕλλην), οὔτ’ ἄγλωσσος, Σοφ. Τρ. 1060.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle un langage barbare.
Étymologie: ἀ, γλῶσσα.
English (Slater)
ἄγλωσσος
1 speechless, without a word ἧ τιν' ἄγλωσσον μέν, ηλτ;γτ;τορ δ ἄλκιμον λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (N. 8.24)
English (Slater)
ἄγλωσσος
1 speechless, without a word ἧ τιν' ἄγλωσσον μέν, ηλτ;γτ;τορ δ ἄλκιμον λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (N. 8.24)