Ὀρφεύς
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
έως, ὁ, Dor. Ὄρφης Ibyc.10A, Ὀρφήν Hdn.Gr.1.14:—
A Orpheus, Pi.P.4.177, Pl.R.364e, etc.:—Adj. Ὀρφεῖος, α, ον, E.Alc. 969(lyr.), Pl.Lg.829e; or Ὀρφικός, ή, όν, Hdt.2.81 ; ἐν τοῖς Ὀ. ἔπεσι καλουμένοις Arist.de An.410b28.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Orphée, chantre célèbre de Thrace.
Étymologie: DELG pê de ὀρφανός, ou nom myth. préhellénique.