ἀδιάλλακτος

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάλλακτος Medium diacritics: ἀδιάλλακτος Low diacritics: αδιάλλακτος Capitals: ΑΔΙΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: adiállaktos Transliteration B: adiallaktos Transliteration C: adiallaktos Beta Code: a)dia/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A irreconcilable, τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀ. ὑπάρχει my relation to you admits no reconciliation, D.Ep.2.21, cf.24.8, D.Chr.38.17, etc. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινα D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάλλακτος: -ον, ὅστις δὲν διαλλάσσεται, ἀφιλίωτος· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: ἀ, διαλλάσσω.