ἀσοφία
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἡ,
A folly, stupidity, Plu.Pyrrh.29, Luc.Astr.2; rejected by Poll.4.13.
German (Pape)
[Seite 372] ἡ, Thorheit, von Poll. 4, 13 verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσοφία: ἡ, ἔλλειψις σοφίας, ἀνοησία, μωρία, Πλουτ. Πύρρ. 29, Λουκ. Ἀστρολ. 2· ὁ Πολυδ. (Δ΄, 13) δὲν παραδέχεται τὴν λέξιν, «ἄσοφος, εἰ καὶ μή ἐστιν ἡ ἀσοφία».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
folie.
Étymologie: ἄσοφος.