ον,
A put from the breast, weaned, Ph.2.83,332.
[Seite 331] (τίτθη), von der Mutterbrust entwöhnt, Philo.
ἀπότιτθος: -ον, ὁ ἀπὸ τῶν μαστῶν τῆς μητρὸς ἀπομακρυνθείς, ὁ ἀπογαλακτισθείς, Φίλων 2. 83.