γαζοφύλαξ
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A treasurer, Phylarch.29, LXX 1 Ch.28.1, Str.16.2.40, J.AJ11.1.3, Plu.Demetr.25; written γαζζο-, Syria 5.347 (Dura).
German (Pape)
[Seite 470] ακος, ὁ, Schatzwächter, -meister, Phylarch. bei Ath. VI, 261 b; Plut. relp. ger. praec. 31.
Greek (Liddell-Scott)
γαζοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ θησαυροφύλαξ, ταμίας, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 261Β, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι.11.1,3· - γαζοφυλακέω, Διόδ. 17.74· - γαζοφῠλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖον, Λατ. aerarium, Στράβ. 319, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 1, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien du trésor, trésorier.
Étymologie: γάζα, φύλαξ.