δειλακρίων
From LSJ
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A pitiable creature; in Com., poor fellow! Ar.Pax193, Av.143.
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, Memme, Jammermensch, Ar. Av. 143 Pax 193.
Greek (Liddell-Scott)
δειλακρίων: -ωνος, ὁ, δειλός· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
pauvre malheureux.
Étymologie: δείλακρος.