ἐγγράφω

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγρᾰφω Medium diacritics: ἐγγράφω Low diacritics: εγγράφω Capitals: ΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: engráphō Transliteration B: engraphō Transliteration C: eggrafo Beta Code: e)ggra/fw

English (LSJ)

   A make incisions into, τὸ στέλεχος Thphr.HP5.1.2.    2 mark in or on, paint on, ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐ. Hdt. 1.203; opp. ἐξαλείφω, Pl.R.501b.    3 engrave, inscribe, ἐν τῇσι στήλῃσι Hdt.2.102, cf. 4.91; νόμους Lys. 30.2 (of codifiers, opp. ἐξαλείφω): —Med., ἢν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν A.Pr.789:— Pass., to be written in, ἐνεγέγραπτο δὲ τάδε ἐν αὐτῇ (sc. τῇ ἐπιστολῇ) Th.1.128; αὑτὸν εὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν found his name entered in the letter for execution, ib. 132; δέλτον ἐγγεγραμμένην συνθήμαθ' S. Tr.157.    4 metaph., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις X.Cyr.3.3.52.    5 Geom., inscribe a figure in another, εἰς . . Euc.4.4, al.; ἐν . . Archim.Sph. Cyl.1.13, al. (Pass.).    6 Medic., include in a prescription, οἶνος ἐγγεγράφθω Aret.CD1.2.    II enter in the public register, esp. of one's deme or phratria, ἐς τὰ κοινὰ γραμματεῖα Is.7.1; ἐγγράψαι τὸν υἱὸν εἰς ἄνδρας D.19.230; εἰς τοὺς φράτερας Id.39.4; ἐ. εἰς τοὺς ἀτίμους Plu.Them.6; also ἱερὰν ἐ. τὴν οὐσίαν Alex.276:—Pass., εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι D.18.261; Μαντίθεος ἐνεγεγράμμην by the name of M., Id.39.4; τοὺς μήπω δι' ἡλικίαν ἐγγεγραμμένους Arist.Pol.1275a15; πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χλαμύδιον Antid. 2; εἰς τοὺς ἐφήβους Pl.Ax.366e. (A.Ch.699 is corrupt.)    2 indict, Ar.Pax1180, D.37.24:—Pass., ἐγγράφεσθαι λιποταξίου to be indicted for desertion, Aeschin.2.148.    3 of statedebtors, enter their names, ἐγγραφόντων οἱ ἄρχοντες τοῖς πράκτορσιν Lex ap. D.43.71; ἐγγεγραμμένος [ἐν ἀκροπόλει] registered among the state-debtors, D.25.4, cf. Arist.Ath.48.1; also of ἄτιμοι, Pl.Lg. 784d. (Perh. written ἐκγρ-, SIG742.29.)

German (Pape)

[Seite 701] eingraben, in eine Säule, Her. 4, 91; daraufmalen, ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα Her. 1, 203; vgl. Plat. Rep. VI, 501 c; gew. darein-, daraufschreiben; οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα Aesch. Suppl. 524, wie übertr. im med., ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Prom. 791; c. acc., δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήματα, worauf das Orakel geschrieben, Soph. Tr. 156; ἐν κύτει ἔγγραψον ὅρκους Eur. Suppl. 1202; ἐν ἐπιστολῇ τάδε ἐνεγέγραπτο Thuc. 1, 128; Folgde. – Bes. in Athen, in ein Verzeichniß eintragen; – a) in die Bürgerrolle, εἰς τοὺς δημότας καὶ εἰς ὀργεῶνας Is. 2, 15; Dem. 39, 5 u. sonst; εἰς τοὺς ἐφήβους Plat. Ax. 366 e; εἰς ἄνδρας Dem. 19, 230; auch in andere Klassen od. Verzeichnisse; εἰς τοὺς τριακοσίους 6, 60; εἰς συμμορίαν 39, 8; εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον Aesch. 1, 18; ähnlich εἰς τοὺς ἀτίμους, mit der Atimie bestraft werden, Plut. Them. 6; in Rom, in den Senat, Plut. Poplic. 11. – b) von Staatsschuldnern, die ins Staatsschuldenbuch, in eine Tafel auf der Akropolis eingetragen wurden; Plat. Legg. VI, 784 d; προσοφείλων ἐγγέγραμμαι Dem. 27, 63; ἐγγεγραμμένος ἐν ἀκροπόλει neben ὀφείλων τῷ δημοσίῳ 95, 4; vgl. 70, u. öfter. – C) auch = als Verklagten einschreiben lassen, anklagen; ἐνεγράφης λειποταξίου Aesch. 2, 148. – Uebertr., διανοίας ἀνθρώποις, einprägen, Xen. Cyr. 3, 3, 32; λόγους ψυχαῖς Plut. philos. esse cum princ. 4; s. oben die Stelle aus Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγράφω: ᾰ: μέλλ. -ψω, ἐντέμνω, σκώληκες ἐπιπολῆς ἐγγράφουσι τὸ στέλεχος Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 1, 2. 2) γράφω, ζωγραφῶ, ζῷα εἰς τὴν ἐσθῆτα ἐγγρ. Ἡρόδ. 1. 203· ἀντίθετον τῷ ἐξαλείφω, Πλάτ. Πολ. 501Β. 3) ἐγχαράττω, ἐπιγράφω, γράμματα στήλῃ ἢ ἐν στήλῃ Ἡρόδ. 4. 91., 2. 102· ἐγγρ. νόμους Λυσ 183. 16: - Μέσ., ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Αἰσχύλ. Πρ. 789.· - Παθ. ἐνεγέγραπτο δὲ τάδε ἐν αὐτῇ τῇ ἐπιστολῇ, ἦσαν γεγραμμένα, Θουκ. 1. 128· καὶ αὐτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν, εὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνει, εὗρε γεγραμμένον ἐν τῇ ἐπιστολῇ καὶ αὐτὸν νὰ φονεύσῃ (ὁ Ἀρτάβαζος), αὐτόθι 132· λείπει παλαιὰν δέλτον ἐγγεγραμμένην συνθήματα (οὕτως ὁ Οὐεργ. flores inscripti nomina), Σοφ. Τρ. 157. 4) μεταφ., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις Ξεν. Κύρ. 3. 3. 52. ΙΙ. καταγράφω εἰς τὸ δημόσιον μητρῷον, ἰδίως τοῦ δήμου ἢ τῆς φατρίας, ἐς τὰ κοινὰ γραμματεῖα Ἰσαῖος 63. 4· οὕτως, ἐγγράφειν τὸν υἱὸν εἰς ἄνδρας Δημ. 412. 25· εἰς τοὺς φράτορας ὁ αὐτ. 995. 28· εἰς τοὺς ἐφήβους Πλάτ. Ἀξ. 366Α ἐγγρ. εἰς τοὺς ἀτίμους, Λατ. in aerarios referre, Πλουτ. Θεμ. 6· ὡσαύτως, ἱερὰν ἐγγρ. τὴν οὐσίαν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 6: - Παθ., εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι Δημ. 314. 4 (πρβλ. ληξιαρχικός)· Μαντίθεος ἐνεγεγράμμην, μὲ τὸ ὄνομα Μαντ., ὁ αὐτ. 995. 29, πρβλ. 996. 2· τοὺς μήπω διὰ τὴν ἡλικίαν ἐγγεγραμμένους Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 5· πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χλαμύδιον Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· (τὸ χωρίον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 699 παροῦσαν ἐγγράφει, διαμένει ἔτι ἀνερμήνευτον· ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι ἀνέγνωσε ἀποῦσαν ἀντὶ παροῦσαν· - προδοῦσαν ἔγγραφε Η. L. Ahrens). 2) ἐγγράφω εἰς τὸν κατάλογον τῶν δικαστῶν, καταγγέλλω, καταμηνύω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1180, Δημ. 973. 25· ἐγγράφεσθαι λιποταξίου, καταγγέλλεσθαι ἐπὶ λιποταξίᾳ, Αἰσχίν. 48. 1. 3) ἐπὶ ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, ἐγγράφω τὰ ὀνόματα αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 784D· ἐγγρ. τοῖς πράκτορσιν Δημ. 1074, ἐν τέλει· ἐγγεγραμμένος ἐν ἀκροπόλει, καταγεγραμμένος μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, Δημ. 771. 6 ἴδε τὸ ῥῆμα προσοφείλω.

French (Bailly abrégé)

inscrire :
1 écrire dans : ἐν ἐπιστολῇ THC dans une lettre;
2 graver ou inscrire dans : γράμματα στήλῃ HDT, ἐν στήλῃ HDT graver des lettres, càd une inscription sur une stèle ; fig. εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις XÉN si de telles pensées doivent se graver dans le cœur des hommes ; à Athènes inscrire sur un registre public : εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι DÉM avoir été inscrit parmi les citoyens d’un dème;
3 peindre ou broder sur : ζῷα ἐς ἐσθῆτα HDT broder des animaux sur un vêtement;
Moy. ἐγγράφομαι inscrire pour soi : τι δέλτοις φρενῶν ESCHL une chose sur les tablettes de son esprit, càd dans sa mémoire.
Étymologie: ἐν, γράφω.