ἐκκαλέω

From LSJ
Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκᾰλέω Medium diacritics: ἐκκαλέω Low diacritics: εκκαλέω Capitals: ΕΚΚΑΛΕΩ
Transliteration A: ekkaléō Transliteration B: ekkaleō Transliteration C: ekkaleo Beta Code: e)kkale/w

English (LSJ)

   A call out or forth, summon forth, Il.24.582, etc.; τινὰ δόμων E.Ba.170 ; ἔνδοθεν Lys.3.8 ; crave speech of, τινά S.OT597 codd.    II Med., call out to oneself, ψυχάς Od.24.1, cf. Hdt.8.79, S.Ph.1264.    2 call forth, elicit, χαρὰ δάκρυον ἐκκαλουμένη A.Ag.270 ; ὀργήν Aeschin. 2.3 ; ἴσως ἂν ἐκκαλέσαιθ' ὑμᾶς D.4.42, cf. Pl.Euthd.288d ; λιμὸν ἐ. Antiph.217.23 ; τοὺς ἱππεῖς entice, provoke to battle, Plb.1.19.2, cf. Ascl.Tact.7.1.    3 c.inf., call on one to do, S.Tr.1206 ; . [τινὰ] ποτὶ ἔργα Ti.Locr.104b : plpf. in med. sense, ἐξεκέκλητο πρὸς τὴν πρᾶξίν τινας Plb.4.57.4 :—Pass., -κληθῆναι πρὸς τὰς ὠφελείας Id.3.51.11 ; to be provoked, εἴς, ἐπί τι, Phld.Ir.pp.52,95 W.; ἐς ὀργήν, δάκρυα, Philostr. VS2.8.4, 2.10.1.    4 demand, require, ὡς τὰ φαινόμενα-εῖται Epicur.Ep.2p.36U., cf. 53 U.    III Pass., = Lat. evocari, of foreign numina, Plu.2.278f.    IV Med., appeal against, κρίσιν ἐπί τινα ib.178f; refer, προβλήματα ἐπὶ τὴν τῶν ἀλόγων φύσιν ὥσπερ ἀλλοδαπὴν πόλιν ib.493b.

German (Pape)

[Seite 761] (s. καλέω), herausrufen, τινά, Hom. u. Folgde; δόμων, aus dem Hause, Eur. Bacch. 170; hervorrufen, δίκα δίκαν ἐξεκάλεσε καὶ φόνος φόνον Suppl. 614. Häufiger im med., zu sich herausrufen, Od. 24, 1; Her. 8, 79; Soph. Phil. 1248; hervorlocken, χαρά μ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη Aesch. Ag. 261; όργήν Aesch. 2, 3; τινά, aufregen, Dem. 4, 42; auffordern, οἱά μ' ἐκκαλεῖ φονέα γενέσθαι καὶ παλαμναῖον σέθεν Soph. Tr. 1196; ποτὶ ἔργα ἢ ποτὶ ἀπολαύσιας Plat. Tim. Locr. 104 b; ἐξεκλήθησαν ὑπὸ τοῦ συμβάντος ἐξάπτεσθαι τῆς πορείας Pol. 3, 51, 2; ἃ τῷ χαίρειν πρὸς τὸ οἰκεῖον ἀγαθὸν ἐκκαλεῖ Plut. Pericl. 1; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκᾰλέω: μέλλ. -έσω καὶ ἐκκαλῶ, καλῶ ἔξω προσκαλῶ τινα νὰ ἐξέλθῃ, Ὅμ. Ἡρόδ., κτλ.˙ τινὰ δόμων Εὐρ. Βάκχ. 170˙ ἔνθοδεν Λυσ. 97. 8. ΙΙ. Μέσ., καλῶ ἔξω πρὸς ἐμαυτόν, Ὁδ. Ω. 1, Ἡροδ. 8. 79, Σοφ. Φ. 1264. 2) προκαλῶ, Λατ. provoco, δάκρυον ἐκκαλεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 270˙ ὀργὴν Αἰσχίν. 28. 11˙ ἴσως ἂν ἐκκαλέσαιθ’ ὑμᾶς Δημ. 52. 16, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 288D˙ λιμὸν ἐκκ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23. 3) μετ’ ἀπαρ. προσκαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Τρ. 1207, πρβλ. Πολύβ. 3. 51, 11˙ ἐκκ. τινὰ πρός τι Τίμ. Λοκρ. 104Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 appeler au dehors, acc.;
2 faire appel à, acc.;
Moy. ἐκκαλέομαι-οῦμαι;
1 appeler à soi;
2 appeler au dehors;
3 invoquer, acc.;
4 provoquer à sortir ; fig. ἐκκ. δάκρυον ESCHL provoquer les larmes ; ὀργήν ESCHN exciter la colère ; θορύβους ESCHN exciter du tumulte ; ἐκκ. τινα exciter qqn.
Étymologie: ἐκ, καλέω.

English (Autenrieth)

aor. part. -έσᾶς, -αντες: all out or forth, mid., to oneself.

English (Slater)

ἐκκᾰλέω
   1 call for c. acc. (cf. (P. 9.29) ) γείτονα δ' ἐκκάλεσεν Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (byz.: ἐκ(κ)άλεσαν codd.) (N. 1.60)