ἐκκαλέω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A call out or forth, summon forth, Il.24.582, etc.; τινὰ δόμων E.Ba.170 ; ἔνδοθεν Lys.3.8 ; crave speech of, τινά S.OT597 codd. II Med., call out to oneself, ψυχάς Od.24.1, cf. Hdt.8.79, S.Ph.1264. 2 call forth, elicit, χαρὰ δάκρυον ἐκκαλουμένη A.Ag.270 ; ὀργήν Aeschin. 2.3 ; ἴσως ἂν ἐκκαλέσαιθ' ὑμᾶς D.4.42, cf. Pl.Euthd.288d ; λιμὸν ἐ. Antiph.217.23 ; τοὺς ἱππεῖς entice, provoke to battle, Plb.1.19.2, cf. Ascl.Tact.7.1. 3 c.inf., call on one to do, S.Tr.1206 ; ἐ. [τινὰ] ποτὶ ἔργα Ti.Locr.104b : plpf. in med. sense, ἐξεκέκλητο πρὸς τὴν πρᾶξίν τινας Plb.4.57.4 :—Pass., -κληθῆναι πρὸς τὰς ὠφελείας Id.3.51.11 ; to be provoked, εἴς, ἐπί τι, Phld.Ir.pp.52,95 W.; ἐς ὀργήν, δάκρυα, Philostr. VS2.8.4, 2.10.1. 4 demand, require, ὡς τὰ φαινόμενα-εῖται Epicur.Ep.2p.36U., cf. 53 U. III Pass., = Lat. evocari, of foreign numina, Plu.2.278f. IV Med., appeal against, κρίσιν ἐπί τινα ib.178f; refer, προβλήματα ἐπὶ τὴν τῶν ἀλόγων φύσιν ὥσπερ ἀλλοδαπὴν πόλιν ib.493b.
German (Pape)
[Seite 761] (s. καλέω), herausrufen, τινά, Hom. u. Folgde; δόμων, aus dem Hause, Eur. Bacch. 170; hervorrufen, δίκα δίκαν ἐξεκάλεσε καὶ φόνος φόνον Suppl. 614. Häufiger im med., zu sich herausrufen, Od. 24, 1; Her. 8, 79; Soph. Phil. 1248; hervorlocken, χαρά μ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη Aesch. Ag. 261; όργήν Aesch. 2, 3; τινά, aufregen, Dem. 4, 42; auffordern, οἱά μ' ἐκκαλεῖ φονέα γενέσθαι καὶ παλαμναῖον σέθεν Soph. Tr. 1196; ποτὶ ἔργα ἢ ποτὶ ἀπολαύσιας Plat. Tim. Locr. 104 b; ἐξεκλήθησαν ὑπὸ τοῦ συμβάντος ἐξάπτεσθαι τῆς πορείας Pol. 3, 51, 2; ἃ τῷ χαίρειν πρὸς τὸ οἰκεῖον ἀγαθὸν ἐκκαλεῖ Plut. Pericl. 1; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰλέω: μέλλ. -έσω καὶ ἐκκαλῶ, καλῶ ἔξω προσκαλῶ τινα νὰ ἐξέλθῃ, Ὅμ. Ἡρόδ., κτλ.˙ τινὰ δόμων Εὐρ. Βάκχ. 170˙ ἔνθοδεν Λυσ. 97. 8. ΙΙ. Μέσ., καλῶ ἔξω πρὸς ἐμαυτόν, Ὁδ. Ω. 1, Ἡροδ. 8. 79, Σοφ. Φ. 1264. 2) προκαλῶ, Λατ. provoco, δάκρυον ἐκκαλεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 270˙ ὀργὴν Αἰσχίν. 28. 11˙ ἴσως ἂν ἐκκαλέσαιθ’ ὑμᾶς Δημ. 52. 16, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 288D˙ λιμὸν ἐκκ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23. 3) μετ’ ἀπαρ. προσκαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Τρ. 1207, πρβλ. Πολύβ. 3. 51, 11˙ ἐκκ. τινὰ πρός τι Τίμ. Λοκρ. 104Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 appeler au dehors, acc.;
2 faire appel à, acc.;
Moy. ἐκκαλέομαι-οῦμαι;
1 appeler à soi;
2 appeler au dehors;
3 invoquer, acc.;
4 provoquer à sortir ; fig. ἐκκ. δάκρυον ESCHL provoquer les larmes ; ὀργήν ESCHN exciter la colère ; θορύβους ESCHN exciter du tumulte ; ἐκκ. τινα exciter qqn.
Étymologie: ἐκ, καλέω.
English (Autenrieth)
aor. part. -έσᾶς, -αντες: all out or forth, mid., to oneself.
English (Slater)
ἐκκᾰλέω
1 call for c. acc. (cf. (P. 9.29) ) γείτονα δ' ἐκκάλεσεν Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (byz.: ἐκ(κ)άλεσαν codd.) (N. 1.60)