ἀστάθμητος

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A unsteady, unstable, ἀστέρες, = πλανῆται, X.Mem.4.7.5; of persons, ὁ δῆμος -ότατον πρᾶγμα D.19.136, cf. Ar.Av.169, Pl.Ly.214d; of life, ἀ. αἰών E.Or.981 (lyr.); τὸ ἀ. τοῦ μέλλοντος the uncertainty of... Th. 4.62; τῆς συμφορᾶς Id.3.59; τύχης -ότερον οὐδέν Ph.2.85. Adv. -τως D.Chr.4.122.

German (Pape)

[Seite 374] nicht festgestellt, beweglich, ἀστέρες ἀστ. καὶ πλανῆται Xen. Mem. 4, 7, 5; unbeständig, αἰών Eur. Or. 979; ἄνθρωπος Ar. Av. 169; vgl. Plat. Lys. 214 c; ὁ δῆμος ἀσταθμότατον πρᾶγμα τῶν πάντων Dem. 19, 136; τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος Thuc. 4, 62, die Unsicherheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστάθμητος: -ον, ἄστατος, ἀσταθής, ἀστέρες Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5: - ἐπὶ προσώπων, ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Δημ. 383. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 169, Πλάτ. Λύσ. 214D· ἐπὶ τοῦ βίου, ἀστ. αἰὼν Εὐρ. Ὀρ. 981· τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἀβεβαιότης αὐτοῦ…, Θουκ. 4. 62, πρβλ. 3, 59. - Ἐπίρρ. -τως Δίων Χρυσ. σ. 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.
Étymologie: ἀ, σταθμάω.