αἱμώδης
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
ες,
A bloody, blood-red, Luc.Syr.D.8. II having the teeth set on edge, Gal.14.523.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμώδης: -ες, (εἶδος) = αἱματώδης, ἐρυθρὸς ὡς τὸ αἷμα, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θ. 8. ΙΙ. ἐκ στομακάκης ὑποφέρων, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.