ἀνελευθέριος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ον,
A = ἀνελεύθερος, Asp. inEN101.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελευθέριος: -ον, = ἀνελεύθερος, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4, σ. 333.