ἄφυκτος
English (LSJ)
ον, (φεύγω)
A not to be shunned, δῶρα θεῶν Sol.13.64; from which none escape, θάνατος Simon.39.3; χείρ, γυιοπέδαι, Pi.I.8(7).65, P.2.41; θεῶν ὄμμα A.Pr.903; κακῶν τρικυμία ib.1016; ἄ. κύνες, of the Erinyes, S.El.1388; of an arrow, unerring, Id.Ph.105, Tr.265, E.Med.634 (lyr.); λαβή Nicoch.3D.; of a question, admitting no escape, inevitable, Pl.Tht.165b; λόγος Aeschin.3.17; ἄφυκτα ἐρωτᾶν Pl.Euthd.276e; λόγοι ἄ. Ar.Eq.757: Comp. -ότερος Hp.Acut.(Sp.) 10. Adv. -τως Lyc.493, etc. II Act., unable to escape, μέσον λαβὼν ἄ. Ar.Nu.1047; dub.l. in A.Supp.784 (lyr.). Adv. -τως LXX 3 Ma.7.9: Comp. ἀφυκτοτέρως ἂν διακέοιντο Aen.Tact.16.12.—In codd. freq. written ἄφευκτος, Philem.115.4, Plu.Lys.29; ἄφευκτος ἀνάγκη IG14.803 (Naples).
German (Pape)
[Seite 416] unentfliehbar, unvermeidlich, χείρ Pind. I. 7, 65; γυιοπέδαι P. 2, 41. Oft bei Tragg., βέλη, ἰοί, Soph. Trach. 264 Phil. 105; τόξα Eur. Hipp. 1422, sicher treffende Geschosse, ὀϊστός Med. 635; Her. 9, 115; τύχη Plat. Legg. IX, 873 c; δεσμοί Luc., der auch ἐν ἀφύκτῳ ἔχεσθαι sagt, Deor. D. 17, 1. Dah. auch ἐρώτημα, verwickelt, aus der man nicht herausfinden kann, Plat. Theaet. 165 b; ἄφυκτα ἐρωτᾶν Euthyd. 276 e; so λόγος Ar. Eq. 754; vgl. Aesch. 3, 17; – ἄφυκτον λαμβἀνειν τινά, so daß er nicht entfliehen kann, Ar. Nubb. 1030. – Adv. ἀφύκτως, z. B. πλήξας, sicher treffend, Lycophr. 493.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφυκτος: -ον, (φεύγω) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, θάνατος Σιμωνίδ. 54· χείρ, γυιοπέδαι Πινδ. Ι. 8 (7), 140, Π. 2. 80· ὅμμα Αἰσχύλ. Πρ. 903. 1016· ἄφ. κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ἠλ. 1388· ἐπὶ βέλους. Λατ. certa, sagitta, ὁ αὐτ. Φ. 105, Τρ. 265, Εὐρ. Μήδ. 634: ― ἐπὶ ζητήματος ἤ ἐρωτήσεως ἀνεπιδέκτου ὑπεκφυγῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 14· ἄφυκτα ἐρωτᾶν Πλάτ. Εὐθύφρ. 276Ε: ― Ἐπίρρ. -τως Λυκ. 493, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἀνίκανος νὰ διαφύγῃ ἤ ἐκφύγῃ, ἔχω λαβὼν ἄφυκτον Ἀριστοφ. Νεφ. 1047· ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 784 ὁ Δινδ. προτείνει ἄθικτον. ― Ἐν τοῖς χειρογρ. συχνάκις γράφεται ἄφευκτος, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 20· οὕτως, ἄφευκτος ἀνάγκη Συλλ. Ἐπιγρ. 5820. 7· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 726.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qu’on ne peut fuir, inévitable ; κύνες ἄφυκτοι SOPH les chiennes auxquelles on ne peut échapper (les Érinyes);
2 d’où l’on ne peut s’échapper;
II. qui ne peut fuir ou s’échapper.
Étymologie: ἀ, φεύγω.
English (Slater)
ᾰφυκτος, -α -ον
1 inescapable ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις (P. 2.41) δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (N. 1.45) ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (Maas: ἀφύκτε codd.: ἀφύκτῳ Tricl.) (I. 8.65)