ἀσυνετέω
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
to be without understanding, τὰ μέγιστα Hp.Fract.25, cf. LXX Ps.118(119).158, Hsch.s.v. φελγύνει:—Aeol. ἀσυνέτημι, fail to understand, τὰν ἀνέμων στάσιν Alc.18.
German (Pape)
[Seite 380] nicht verstehen, γράμματα Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνετέω: εἶμαι ἄνευ συνέσεως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761, κτλ. Τύπος τις ἀσυνέτημι ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκαίῳ (18 Bgk.), ἐκ διορθώσεως τοῦ Ahrens (10) ἐκ τῶν Α. Β. 1045. ― Ὡσαύτως ἀσυνετίζομαι, Π. Δ. Ἱερεμ. ι΄, 8 Κῶδ. Μόσχας.