ἀπόπλυσις
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
εως, ἡ,
A washing away, Alex. Aphr. in Sens.94.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπλῠσις: -εως, ἡ, πλύσις, καθαρισμός, Ἀχμ. Ὀνειρ. 231: -πλῠτέον, ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις ν’ ἀποπλύνῃ, νὰ καθαρίσῃ, Γεωπ. 16. 18, 2.