αὐτοχειροτόνητος
English (LSJ)
ον,
A self-elected, D.19 Arg.ii9.
German (Pape)
[Seite 404] von sich selbst gewählt, Dem. 19 Argum.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχειροτόνητος: -ον, ὁ ἑαυτὸν χειροτονήσας, Ὑπόθεσις εἰς τὸν π. Παραπρεσβ. λόγον τοῦ Δημοσθ. 338. 7, Ἐκκλ.