ἀνυγραίνω
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
A moisten, Hp.Int.51, Thphr.CP2.6.1. 2 metaph., melt, soften, τὰ ἤθη Plu.2.156d:—Pass., ib.566a.
German (Pape)
[Seite 265] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυγραίνω: ὑγραίνω, μαλακώνω, Ἱππ. 560, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 6, 1: μεταφ., ποιῶ τι μαλακώτερον, ἠπιώτερον, τῷ οἴνῳ μαλάσσων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων Πλούτ. 2. 156D: - Παθ. αὐτόθι 566Α.