δυσόνειρος
From LSJ
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
English (LSJ)
ον,
A full of ill dreams, ὕπνος Plu.2.15b. II bringing ill dreams, βρώματα ib.734f, cf. Dsc.2.105.
German (Pape)
[Seite 685] böse Träume habend, ὕπνος Plut. Amator. 20; böse Träume erregend, βρώματα Symp. 8, 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόνειρος: -ον, πλήρης κακῶν ὀνείρων, ὕπνος Πλούτ. 2. 15Β· -ἐπιφέρων κακὰ ὄνειρα, βρώματα αὐτόθι 734Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait de mauvais rêves;
2 qui provoque de mauvais rêves.
Étymologie: δυσ-, ὄνειρος.