ἔλαφος
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ὁ and ἡ,
A deer, Cervus elaphus, whether male, hart or stag, Il.3.24, etc.; or female, hind, 11.113, etc.; κεραός, ὑψίκερως, ib.475, Od.10.158; κεροῦσσα S.Fr.89; ἔ. βαλιαί E.Hipp.218 (anap.); ἔ. ἀντὶ παρθένου Lib.Ep.785.1; κραδίην ἐλάφοιο [ἔχων] with heart of deer. i.e. a coward, Il.1.225; φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν 13.102, cf. Pl.La. 196e. (Fem. as a generic term, in Trag. and X.Cyn.9.11, 10.22, cf. αἱ ἔ. τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν Arist.HA611a27.) II κέρας ἐλάφου hartshorn, Gp.13.8.2. III deerskin, ἐλάφου πήρα Longus3.15. IV a kind of cake, Ath.14.649e. V figure of a deer used as a weight, IG5(2).125 (Tegea, ii A.D.). (-φος as in ἔρι-φος, etc., ἐλα- from ἐλṇ-, cf. ἐλλός (from *ἐλνός), Lith. élnis 'stag'.)
German (Pape)
[Seite 792] ὁ, ἡ, Hirsch, Hirschkuh oder Hindinn; ὑψίκερως Od. 10, 158; κεραός Il. 11, 475; ταχεῖα Od. 13, 436; φυζακιναί Il. 13, 102; θήλεια Pind. Ol. 3, 30; βαλιαί Eur. Hipp. 218; öfter bei Dichtern, oft Sinnbild der Furchtsamkeit, Il. 21, 486; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ein Hirschherz habend, d. i. feig, 1, 225. Wo die Gattung bezeichnet wird, ist es gew. fem.; so sagt Arist. H. A. 1, 5 sogar αἱ ἔλαφοι τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν. – Long. 3, 15 πήρα ἐλάφου, die Hirschhaut. – Bei Ath. XIV, 646 e eine Kuchenart. – Vgl. ἐλαφρός; die Alten denken wunderlich an ἕλκειν ὄφεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλᾰφος: ὁ καὶ ἡ, Λατ. corvus elaphus, κοινῶς «λάφι», εἴτε ἄρρεν, Ἰλ. Γ. 24, κ. ἀλλ., εἴτε θῆλυ, Λ. 113, κ. ἀλλ.· τὸ νεαρὸν ἐλάφιον ἐκαλεῖτο νεβρός, Ὀδ. Τ. 230· τὰ Ὁμηρ. ἐπίθ. εἶναι κεραός, ὑψίκερως, Ἰλ. Λ. 475, Ὀδ. Κ. 158· οὕτω, κεροῦσσ’... ἔλαφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· βαλιαῖς ἐλάφοις Εὐρ. Ἱππ. 218· κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ἔχων καρδίαν ἐλάφου, Ἰλ. Α. 225· οὕτω, φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν, «φευκτικαῖς, δειλαῖς» (Σχόλ.), Ν. 102. Ὡς γενικὸν ὄνομα οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὴν λέξιν θηλυκῶς, ὡς Σοφ., Εὐρ. ἔνθ. ἀνωτ. καὶ συχνάκις ὁ Ξενοφῶν. ΙΙ. κέρας ἐλάφου, «ἐλαφοκέρατο», Γεωπ. 13. 8, 2. (Συγγενὲς τῷ ἐλαφρὸς καὶ τῷ Λατ. lepus lepǒris, κατὰ τὸν Pott. Et. Forsch. 1. 233· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ -φος ὡς ἁπλῆν κατάληξιν, ὡς ἐν τῷ ἔριφος καὶ τῷ Σανσκρ. risha-bhas (ταῦρος)· παραβάλλει δὲ τὰ ἐλλός, ἑλλός, Λιθ. elnis, Σλαβ. jeleni).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
cerf, biche, animal ; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων IL qui a un cœur de biche, poltron, lâche.
Étymologie: DELG cf. ἐλλός ; cf. gall. elain, angl. lamb, angl. elk « renne ».
English (Autenrieth)
ὁ and ἡ: stag or hind, Il. 3.24; a symbol of cowardice, Il. 1.225.
English (Slater)
ἔλᾰφος (ὁ, ἡ)
1 deer, doe χρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν (O. 3.29) κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων (N. 3.51) πέταται θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ' ἐλάφῳ (sc. κύων) *fr. 107a. 5.*