Δημήτριος
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ον (also Δημήτρειος,
A v. Δημήτρειοι), of or belonging to Demeter, βίος A.Fr.44.5; καρπὸς Δ. corn, Thphr.CP2.4.5; also Δ. σπέρματα, of leguminous plants, Gal.15.454: Δημήτριος (sc. μήν), ὁ, month in Bithynia, Hemerolog.Flor.: Boeot. Δαμάτριος, IG7.296, al., Plu.2.378e. II τὸ Δημήτριον the temple of D., Str.9.5.14. III τὰ Δημήτρια her festival, Poll.1.37, etc.; but later, in honour of Demetrius, Plu.Demetr.12:—also Δημητρίεια, τά, Supp.Epigr.1.362.8(Samos, iv B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Δημήτριος: -ον, (ἐν χειρογρ. ἐνίοτε ἐσφαλμένως Δημήτρειος, ὡς ἐν Πλουτ. 2. 876C, Ἡσύχ.)· - ὁ ἐκ τῆς Δήμητρος ἢ εἰς τὴν Δήμητρα ἀνήκων, βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41· καρπὸς Δ., σῖτος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 5· Δημήτριος (ἐνν. μήν), ἐν Βιθυνίᾳ, ἀντεστοίχει δὲ περίπου πρὸς τὸν ἡμέτερον Αὔγουστον· - ὡσαύτως Δημητριακός, ή, όν, Γεωπ. 1. 12, 36. ΙΙ. ἰδιότροπον θηλ. Δημητριάς, άδος, 1) ὄνομα φυλῆς ἐν Ἀθήναις, ἱδρυθείσης εἰς τιμὴν Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 10. 2) πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ ὑπ’ αὐτοῦ κτισθεῖσα, Πολύβ. 3. 6, 4, κτλ.· - Δημητριεῖς, οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ταύτης, Πολύβ. 99, 3. ΙΙΙ. τὸ Δημήτριον, ὁ ναὸς τῆς Δήμητρος, Στράβ. 435. IV. τὰ Δημήτρια, ἡ ἑορτὴ αὐτῆς, Πολυδ. Α΄, 37, κτλ.· ἀλλὰ μεταγ. εἰς τιμὴν Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 12.V. Δημητριών,ῶνος,ὁ,νέον ὄνομα τοῦ μηνός Μουνιχιῶνος, εἰς τιμὴν Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ , Πλούτ. Δημητρ. 12
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
de Déméter.
Étymologie: Δημήτηρ.
2ου (ὁ) :
Démétrios, n. d’h.
Étymologie: Δημήτηρ.