ἀκήρυκτος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκήρυκτος Medium diacritics: ἀκήρυκτος Low diacritics: ακήρυκτος Capitals: ΑΚΗΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: akḗryktos Transliteration B: akēryktos Transliteration C: akiryktos Beta Code: a)kh/ruktos

English (LSJ)

ον,

   A unannounced, unproclaimed, ἀ. πόλεμος sudden war, Hdt.5.81; also a war in which no herald was admitted, truceless, X.An.3.3.5, Pl.Lg.626a, Aeschin.2.33; ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀ. ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος D.18.262; ἀ. ἔχθρα Plu. Per.30.    2 without flag of truce, τὸ ἀ. τῆς ὁδοῦ App.Mith.104. Adv. -τως, ἐφοίτων Th.1.146; cf. foreg.    II not proclaimed victor by heralds, inglorious, E.Heracl.89, Aeschin.3.230.    III with no tidings, not heard of, S.Tr.45, Nonn.D.9.249.    2 unheralded, ἔρωτες ib.48.653.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκήρυκτος: -ον, ὁ μὴ προαγγελθείς, μὴ προκηρυχθείς· ἀκ. πόλεμος, αἰφνίδιος πόλεμος, Ἡρόδ. 5. 81· ἀλλὰ καί, πόλεμος, καθ’ ὃν δὲν γίνεται δεκτὸς κῆρυξ ἐρχόμενος παρὰ τῶν πολεμίων, ἄνευ ἀνακωχῆς, Ξεν. Ἀν. 3.3, 5, Πλάτ. Νόμ. 626Α· ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος, Δημ. 314. 16· (πρβλ. ἄσπονδος)· ἀκ. ἔχθρα, Πλουτ. Περικλ. 30. 2) ἄνευ κήρυκος, τὸ ἀκ. τῆς ὁδοῦ, τὸ ὅτι τὸ ταξείδιον δὲν εἶχε προετοιμασθῇ διὰ κηρύκων, Ἀππ. Μιθρ. 104. - Ἐπίρρ. -τως, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἀνάγκη κήρυκος, Θουκ. 1.146, πρβλ. τὸ προηγ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ κηρύκων ἀνακηρυχθεὶς νικητής, ἄδοξος, ἄγνωστος, Εὐρ. Ἡρακλ. 89, Αἰσχίν. 86. 37. ΙΙΙ. περὶ οὗ δὲν ἐκόμισεν ἀγγελίαν κῆρυξ, Σοφ. Τρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non annoncé par un héraut : ἀκήρυκτος πόλεμος guerre soudaine, que l’on ne prend même pas le temps de déclarer HDT, ou guerre implacable, où l’on n’a même pas admis la déclaration du héraut XÉN ; en gén. ἀκήρυκτος ἔχθρα PLUT haine implacable;
2 non proclamé par un héraut ; sans gloire, obscur;
3 dont on n’entend pas parler, dont on ne reçoit pas de nouvelles.
Étymologie: ἀ, κηρύσσω.