ἀνοησία
English (LSJ)
ἡ,
A want of understanding, Suid. s.v. ἀβέλτερος. 2 opp. νόησις, un-knowing, i.e. mystical vision, θεωρεῖται ἀνοησία κρείττονι νοήσεως Porph.Sent.25. 3 mindlessness, ib.44.
German (Pape)
[Seite 239] ἡ (ἀνόητος), Gedankenlosigkeit, Unverstand, Sp. S. ἀνοητία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοησία: ἡ, ἔλλειψις νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀβέλτερος περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. = ἀκαταληψία, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376.