ἀνδρόθηλυς
English (LSJ)
υδος, ὁ, ἡ,
A = ἀνδρόγυνος 1, Philostr.VS1.8.
German (Pape)
[Seite 218] = -γυνος, Philostr. p. 489.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόθηλυς: ὁ, ἡ ἀνδρόγυνος Ι., Φιλόστρ. 489.
υδος, ὁ, ἡ,
A = ἀνδρόγυνος 1, Philostr.VS1.8.
[Seite 218] = -γυνος, Philostr. p. 489.
ἀνδρόθηλυς: ὁ, ἡ ἀνδρόγυνος Ι., Φιλόστρ. 489.