ἀντεμπλοκή
English (LSJ)
ἡ,
A mutual entwining, αἱ ἐν ταῖς ἀτόμοις ἀ. M.Ant.7.50; crossing of veins, Gal.in Pl. Ti.7; complication, confusion, M.Ant.6.10.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, gegenseitige Verflechtung, M. Anton. 7, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεμπλοκή: ἡ, ἀμοιβαία ἐμπλοκή, συμπλοκή, διάλυσις τῶν ἐν τοῖς ἀτόμοις ἀντεμπλοκῶν Μ. Ἀντων. 7. 50.