ἀπόμυξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A blowing one's nose, Plu.2.1084c.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, das Ausschneuzen, Plut. adv. St. 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμυξις: -εως, ἡ, τὸ ἀπομύττεσθαι, πτύσιν καὶ ἀπόμυξιν Πλούτ. 2. 1084C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se moucher.
Étymologie: ἀπομύσσομαι.