ἀραιός

From LSJ
Revision as of 14:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραιός Medium diacritics: ἀραιός Low diacritics: αραιός Capitals: ΑΡΑΙΟΣ
Transliteration A: araiós Transliteration B: araios Transliteration C: araios Beta Code: a)raio/s

English (LSJ)

[ᾰ], ά, όν, (ἁρ- Hdn.Gr.2.108, v.l. in Il.18.411, al.)

   A thin, slender, κνῆμαι, χείρ, γλῶσσαι, Il.l.c., 5.425, 16.161; γαστήρ Nic.Th. 133; narrow, εἴσοδος Od.10.90; of ships, Hes.Op.809; φάλαγγες ἀ., opp. βαθύτεραι, X.Lac.11.6, cf. Plu.Crass.23; ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι meagre, of diet, Arist.Pol.1335b13.    II later, of the substance of bodies, of loose texture, opp. πυκνός, Anaximen.I, Meliss.7, Anaxag. 12,15, cf. Emp.104 (Sup.), Thphr.CP2.4.7, etc.; opp. πίων, Arist. Pr.880a38; freq. in Hp., as VM22; δέρμα Aph.5.71; ὀστέον Art.33; εἴρια Mul.1.1; ὁμίχλη . . νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu.394a21, cf. Mete. 364b25 (Comp.); σπόγγοι D.S.3.14.    b φλύκταιναι ἀ. empty blisters, Nic.Th.240 (v. Sch.ad loc.), cf. Theoc.12.24.    2 in Tactics,in open order, opp.πυκνός, τὸ ἀραιότατον [διάστημα] Ascl.Tact.4.1, etc.    III intermittent, πνεῦμα Hp.Epid.1.26, β; ἆσθμα, βήξ, Aret.SD1.11, etc. Adv. -ῶς Hp.Nat.Puer.24; of the pulse, Gal.9.444,al.    IV scanty, few and far between, τρίχες Arist.Col.797b27; ἀκτῖνες ib.791a27; φωναί Id.Aud.803b28; ὀδόντες Poll.2.94, etc.    V ἀραιά (sc. γαστήρ), ἡ, flank, belly, Ruf.Onom.171.    VI of the voice, thin, Theoc.13.59. (Homeric metre proves ϝαραιός.)

German (Pape)

[Seite 343] ά, όν, nach den Atticisten att. ἁραιός; auch bei Hom. so zu lesen nach Herodian., Scholl. Iliad. 18, 411 δασύνεται τὸ ἁραιαί, Scholl. Od. 10, 90 δασυντέον τὸ άραιή; vgl. Scholl. Iliad. 5, 425; – dünn, schmal, eng, schwach; γλώσσῃσιν ἁραιῇσιν, Zungen der Wölfe, Iliad. 16, 161; ἁραιὴ εἴσοδος, eines Hafens, Od. 10, 90; κνῆμαι ἁραιαί, des hinkenden Hephästos, Iliad. 18, 411. 20, 37; χεῖρα ἁραιήν, der unkriegerischen Aphrodite, 5, 425; vgl. Nicias 8 (VII, 200); φωνή Theocr. 13, 59; Qu. Sm. 9, 466; νῆας, leichte, Hes. O. 807, nach Schol. ἐλαφράς; E. M. erkl. βλαπτικάς, u. las wohl ἀραίας. Es bildet bes. den Ggstz zu πυκνός, nicht dicht, sondern einzeln stehend, φάλαγγες ἀραιαί τε καὶ βαθύτεραι Xen. Lac. 11, 6; ὀμίχλη νέφους ἀραιοτέρα Arist. mund. 4; bes. bei sp. D., z. B. δάφνη Nic. Th. 575, Schol. λεπτόφυλλος; dah. bei Medic. σφυγμός, πνεῦμα, langsam, nach langen Zwischenräumen; – ἀραιὰ γαστήρ Nic. Th. 133, der Unterleib, die Weichen (Dünnung); auch subst. ἡ ἀραιά. – Adv. ἀραιῶς, z. B. θύρα ἀρ. ἐπικειμένη Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραιός: -ά, -όν, ἀραιὸς ὡς παρ’ ἡμῖν, λεπτός, στενός, ὀλίγος ἰσχνός, Λατ. tenuis, ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ Ἡφαίστου, ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαὶ, «αἱ δὲ ἀσθενεῖς καὶ λεπταὶ αὐτοῦ κνῆμαι ὑπερεκινοῦντο μετὰ κακοπαθείας» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 411· ἐπὶ τοῦ βραχίονος τῆς Ἀφροδίτης, καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν, λεπτήν, ἁβράν, Ε. 425· περὶ τῆς γλώσσης διψαλέου λύκου, λάψοντες γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν μέλαν ὕδωρ, διὰ λεπτῶν γλωσσῶν, Π. 161· περὶ τοῦ στενοῦ τῆς κατὰ τὸν λιμένα εἰσόδου, ἀραιὴ δ’ εἴσοδος ἐστιν, «στενὴ» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 90· ἐπὶ πλοίων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 807· φάλαγγες ἀρ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ βαθύτεραι, Ξεν. Λακ. 11. 6,· ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι, ὀλίγῃ, οὐ συχνῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14. ΙΙ. μεταγεν. ἐπὶ τῆς οὐσίας τῶν σωμάτων ὅμοιον κατὰ πολὺ τῷ μανός, οὐχὶ πυκνός, ἀραιὸς τὴν σύστασιν, πορώδης, Λατ. rarus, ἀντίθετον τῷ πυκνός, Ἀναξαγ. 8· ἀντίθ. τῷ πίων, Ἀριστ. Πρβλ. 8, 10· συχν. ἐν Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· δέρμα Ἀφ. 1256· ὀστέον περὶ Ἄρθρ. 799· εἴρια 588. 45· ὀμίχλη… νέφους ἀραιοτέρα Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 6, 21· σπόγγοι Διοδ. 3. 14. ΙΙΙ. ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἢ τοῦ σφυγμοῦ, ὁ μετὰ διαλείμματος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 966, 970, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 11, κτλ.: ― Ἐπίρρ. -ῶς Ἱππ. 243. 36, κτλ. IV. ὁ μὴ πυκνός, ἀραιός, τρίχες Ἀριστ. π. Χρωμ. 6. 5· ἀκτῖνες αὐτόθι 1. 6· φωναὶ ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57· ὀδόντες Πολυδ. Β΄, 94, κτλ. V. ὡς οὐσιαστ., ἀραιὰ (ἐνν. γαστήρ), ἡ, ἡ λαγών, Ἰατρ. πρβλ. Νικ. Θ. 133.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
mince, d’où
1 étroit;
2 peu profond.
Étymologie: DELG étym. inconnue -- Babiniotis pê apparenté à ῥᾷστος.

English (Autenrieth)

slender, frail, Il. 5.425, Il. 18.411 ; εἴσοδος, ‘narrow,’ Od. 10.90.

English (Slater)

ᾰραιός
   1 slender χ]εῖρας ἀραιάς[ Πα. 13b. 4.