ἀφηβάω
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
A to be past the prime of life, ἀφηβηκώς Lib.Decl.23.59; τὴν ἀκμὴν τῶν παθῶν ἀφηβῶντες Ph.1.516; ἀφηβηκότες κλάδοι Poll.1.236: pf. part. Pass., Id.2.10,18.
German (Pape)
[Seite 409] aus dem Jünglingsalter, den kräftigsten Mannsjahren treten, οἱ ἀφηβηκότες erkl. Suid. γηράσαντες, vgl. Poll. 1, 236. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηβάω: μέλλ. -ήσω, ἔχω παρέλθῃ τὴν ἥβην, ἀφηβηκὼς, τὴν ἥβην ὑπερβεβηκώς, τουτέστι τὴν νεότητα, Σουΐδ., Πολυδ. Β', 10 καὶ 18, Λιβάν. 4. 309· τὴν ἀκμὴν τῶν παθῶν ἀφηβῶντες Φίλων 1. 516· ἀφηβηκότες κλάδοι Πολυδ. Α΄, 236.