βορβόρωσις
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Full diacritics: βορβόρωσις | Medium diacritics: βορβόρωσις | Low diacritics: βορβόρωσις | Capitals: ΒΟΡΒΟΡΩΣΙΣ |
Transliteration A: borbórōsis | Transliteration B: borborōsis | Transliteration C: vorvorosis | Beta Code: borbo/rwsis |
εως, ἡ,
A = βορβορυγμός, Archig. ap. Aët.9.40.
βορβόρωσις: ῥύπανσις διὰ βορβόρου, λάσπωμα, Θ. Στουδίτ. σ. 928 (ἐκδ. Migne).