Adv. pf. of γηθέω,
A with joy, Hld.7.5, Ph.2.295.
[Seite 477] (γηθέω), stendig, Heliod. 7, 5.
γεγηθότως: ἐπίρρ. πρκμ. τοῦ γηθέω, μετὰ χαρᾶς, ἐν ἀγαλλιάσει, Ἡλιόδ. 7. 5, Φίλων 2. 295.