Hellenistic form for δανείζω, LXXPr.19.14: fut. Act. δανιῶ and Med. δανιοῦμαι ib.De.28.12: aor. part.
A δανῐσας AP11.309 (Lucill.), Lyr.Alex.Adesp.37.27.
[Seite 522] schlechtere Form für δανείζω, Lucill. 102 (XI, 309).
δανίζω: μεταγεν. τύπος τοῦ δανείζω, Ἀνθ. Π. 11. 309.